Η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας υπό τις νέες κυρώσεις της ΕΕ, καθώς και οι συνέπειές τους στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η τελευταία δέσμη κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στοχεύει στην επιβολή πιέσεων στη Ρωσία, υποχρεώνοντάς την να αναλάβει το κόστος του πολέμου στην Ουκρανία. Στόχος είναι οι εταιρείες που υποστηρίζουν τον πόλεμο, αγοράζοντας πετρέλαιο παρά τις κυρώσεις, καθώς και προμηθευτές αγαθών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο 19ος γύρος κυρώσεων της ΕΕ περιλαμβάνει απαγόρευση της αγοράς, εισαγωγής ή μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου που προέρχεται από τη Ρωσία, αρχής γενομένης από το 2027.
Η ΕΕ σχεδιάζει επίσης να συμπεριλάβει στη «μαύρη λίστα» τη ρωσική εταιρεία χρυσού Polyus και άλλες που εμπλέκονται στη στρατιωτική βιομηχανία. Προβλέπεται, επίσης, να αποσυρθούν γρήγορα οι δυτικές επιχειρήσεις από τη Ρωσία, καθώς το κράτος δικαίου δεν εφαρμόζεται πλέον.
Ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, έχει δηλώσει ότι παρακολουθούμε μια σφοδρή μάχη: πόσο μπορεί να αντέξει ο ουκρανικός στρατός σε σύγκριση με τη ρωσική οικονομία. Ο Economist αναφέρει πως η ρωσική οικονομία είναι στα όρια της στασιμότητας, με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να περιορίζεται στο 0,4% τον Ιούλιο. Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί φαίνεται να προκαλούν μια προοδευτική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Αν και οι κυρώσεις δεν έχουν οδηγήσει στην κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας, η πραγματικότητα είναι ότι η παραγωγή πετρελαίου έχει μειωθεί και οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι περιορισμένοι. Όμως, οι πολίτες της Ρωσίας φαίνεται ότι αισθάνονται καλύτερα για την οικονομική τους κατάσταση, σε αντίθεση με τις δύσκολες συνθήκες που βιώνει η Ουκρανία.
Η δυνατότητα επιβίωσης της ρωσικής οικονομίας υπό το βάρος των κυρώσεων παραμένει υπό διερεύνηση, με την προσδοκία ότι η διαρκής πίεση μπορεί να αναγκάσει την ηγεσία του Κρεμλίνου να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Πηγή περιεχομένου: in.gr