Εξαιρετικά υψηλά επίπεδα DDT ανιχνεύονται σε πέστροφες του Καναδά, αναδεικνύοντας την τοξική απειλή για το περιβάλλον. Σοκαριστικά υψηλά επίπεδα DDT ανιχνεύονται στις πέστροφες του Καναδά, πάνω από 70 χρόνια μετά την απαγόρευσή του, προσφέροντας μια ακόμη υπενθύμιση της τοξικής απειλής που ενέχει για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Η ανίχνευση της μη βιοδιασπώμενης και καρκινογόνου αυτής ουσίας σε επίπεδα 10 φορές πάνω από το συνιστώμενο όριο για τα οικοσυστήματα του Καναδά δείχνει τις σοβαρές συνέπειες της μακροχρόνιας χρήσης του.
Η χρήση του DDT (διχλωρο-διφαινυλοτριχλωροαιθάνιο) για αεροψεκασμούς στα δάση της καναδικής επαρχίας του Νιου Μπρούνσγουικ ολοκληρώθηκε το 1968, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να περιοριστεί ο πληθυσμός κουνουπιών που μετέφεραν ασθένειες, όπως η ελονοσία. Παρά την απαγόρευσή του, το DDT ανιχνεύεται στα ψάρια και στη λάσπη των λιμνών της επαρχίας σε σοκαριστικά υψηλά επίπεδα. Ο ερευνητής Τζος Κιούρεκ από το Πανεπιστήμιο του Μάουντ Άλισον δήλωσε στον Guardian: «Δεδομένου ότι το DDT ανιχνεύεται σχεδόν στο ήμισυ της επαρχίας και η πέστροφα είναι το συχνότερα αλιευόμενο ψάρι της περιοχής, η κατανάλωσή της πρέπει να αποφεύγεται».
Οι προνύμφες εντόμων, που τρέφονται με DDT από τον βυθό των λιμνών, συμβάλλουν στη βιοσυσσώρευσή του στους οργανισμούς που βρίσκονται υψηλότερα στην τροφική αλυσίδα. Παρά τη διεθνή απαγόρευση της χρήσης του DDT το 2004, μικρές ποσότητες συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται σε φτωχές χώρες για την καταπολέμηση των κουνουπιών. Οι συνέπειες της τοξικής κληρονομιάς παραμένουν, όπως αποδεικνύεται από μελέτες που ανιχνεύουν DDT στο αίμα σχεδόν όλων των Αμερικανών και σε εδάφη της Ευρώπης.
Ο Κιούρεκ υπογράμμισε ότι το DDT μπορεί να παραμένει στους βυθούς λιμνών έως και 150 χρόνια, ενώ τα ευρήματα της μελέτης του εγείρουν ανησυχίες σχετικά με την εξάρτησή μας από συνθετικά χημικά και τις πιθανές συνέπειές τους για το περιβάλλον.
Πηγή περιεχομένου: in.gr