Εξετάζουμε το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930 και τις συνέπειές του στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στις 30 Οκτωβρίου 1930, οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο, καθώς υπογράφεται, στην Άγκυρα, το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας και Σταθερότητας από τους πρωθυπουργούς Ελευθέριο Βενιζέλο και Ισμέτ Ινονού. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επιστρέφοντας στην πρωθυπουργία από το 1928, αφιερώνεται στην αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αναγνωρίζοντας ότι είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας. Η υπογραφή του συμφώνου σηματοδοτεί μία ιστορική στροφή, καθώς οι δύο λαοί, οι οποίοι κατά το παρελθόν είχαν συγκρουστεί σφοδρά, καταφέρνουν να επιτύχουν μία επίσημη συνεννόηση.
Σύμφωνα με το «Ελεύθερον Βήμα», η υπογραφή του συμφώνου αποτελεί «ιστορικόν σταθμόν» στην πορεία των δύο εθνών, και για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, φαίνεται να αναδύεται η δυνατότητα μίας ειρηνικής συνεργασίας. Η κοινή ιστορία των δύο λαών, παρά τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις, οδηγεί σε έναν αναγκαίο συμβιβασμό, που δημιουργεί νέες προοπτικές.
Εντούτοις, οι υποσχέσεις που δόθηκαν, ιδίως σε σχέση με τους Έλληνες πρόσφυγες, εγείρουν σοβαρές ανησυχίες. Ο Βενιζέλος εκφράζει την ελπίδα ότι η τουρκική κυβέρνηση θα επιδείξει καλή θέληση, όμως οι εξελίξεις αποδεικνύουν το αντίθετο. Όπως σημειώνει ο Θάνος Βερέμης, η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε να εξασφαλίσει επαρκείς αποζημιώσεις για τους πρόσφυγες, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια σκληρή πραγματικότητα.
Η συμφωνία περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με την περιουσία που άφησαν πίσω τους οι πρόσφυγες, ενώ ταυτόχρονα ορίζει όρους που ενδέχεται να προκαλέσουν αντιδράσεις. Η κατάληξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά την επόμενη δεκαετία θα διαμορφωθεί από τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με σημαντικές συνέπειες για τις δύο χώρες.
Πηγή περιεχομένου: in.gr
![]()
