Ανακαλύψεις για το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης αποκαλύπτουν γενετικούς παράγοντες που αποδεικνύουν την βιοϊατρική του φύση. Γενετικοί παράγοντες που συνδέονται με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης αναδείχθηκαν σε μια εκτενή μελέτη που διεξήχθη στη Βρετανία. Αυτή η σημαντική ανακάλυψη συμβάλλει στην αποδόμηση της αντίληψης ότι η μυστηριώδης αυτή πάθηση έχει αποκλειστικά ψυχολογικά αίτια. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι το σύνδρομο σχετίζεται με δυσλειτουργίες του νευρικού και του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως αναφέρουν οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Οι ασθενείς με μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα/σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (ME/CFS) υποφέρουν από χρόνια εξάντληση που δεν βελτιώνεται με την ξεκούραση και επιδεινώνεται με ήπια σωματική ή νοητική δραστηριότητα. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο, προβλήματα συγκέντρωσης και μνήμης, με την ασθένεια να πλήττει περίπου 67 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Η μελέτη DecodeMe, η μεγαλύτερη γενετική ανάλυση που έχει γίνει για το σύνδρομο, συνέκρινε δείγματα DNA από σχεδόν 16.000 ασθενείς και 260.000 υγιών ατόμων. Η ανάλυση αυτή, που δεν έχει υποβληθεί σε ανεξάρτητο έλεγχο και παρουσιάζεται ως προδημοσίευση, εντόπισε οκτώ περιοχές του γονιδιώματος που διαφέρουν στους ασθενείς με ME/CFS. Τουλάχιστον δύο από αυτές τις περιοχές σχετίζονται με την ανοσολογική αντίσταση σε λοιμώξεις, συμφωνώντας με το γεγονός ότι το σύνδρομο συχνά εμφανίζεται μετά από λοιμώξεις, όπως η μονοπυρήνωση.
Τα αποτελέσματα της μελέτης προσφέρουν τις πρώτες ισχυρές ενδείξεις ότι τα γονίδια παίζουν σημαντικό ρόλο στην πιθανότητα εκδήλωσης της ασθένειας. Ο Άντι Ντέβερο-Κουκ, μέλος της ερευνητικής ομάδας, δήλωσε ότι αυτά τα ευρήματα ευθυγραμμίζονται με αναφορές των ασθενών σχετικά με τα συμπτώματά τους. Παρά τις προόδους αυτές, υπογράμμισε ότι τα αποτελέσματα δεν θα οδηγήσουν άμεσα στην ανάπτυξη διαγνωστικών τεστ ή θεραπειών.
Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι το ME/CFS είναι μια βιοϊατρική πάθηση και αμφισβητεί την ψυχολογική ερμηνεία ότι τα συμπτώματα είναι μόνο στο μυαλό των ασθενών, σύμφωνα με τον Τζος Μπος, επιδημιολόγο από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Ωστόσο, ανεξάρτητοι ειδικοί επισήμαναν ότι οι ασθενείς δεν είχαν διαγνωστεί επίσημα και συμμετείχαν συμπληρώνοντας ερωτηματολόγια σχετικά με τα συμπτώματα, γεγονός που ενδέχεται να επηρεάζει την εγκυρότητα των ευρημάτων. Μια περαιτέρω ερευνητική προσπάθεια είναι απαραίτητη προκειμένου να μεταφραστούν τα ευρήματα σε νέες θεραπείες, σημείωσε η Τζάκι Κλιφ, ειδικός του Πανεπιστημίου Μπρουνέλ στο Λονδίνο, τονίζοντας ότι αυτό θα απαιτήσει σημαντικές επενδύσεις από την ακαδημαϊκή κοινότητα και τη βιομηχανία.
Πηγή περιεχομένου: in.gr