Η διαφορά στην προσδόκιμη διάρκεια ζωής ανδρών και γυναικών είναι θέμα εξελικτικών παραγόντων, σύμφωνα με νέα έρευνα. Σε πολλές κοινωνίες και ιστορικές περιόδους, οι γυναίκες έχουν διαχρονικά μεγαλύτερη διάρκεια ζωής σε σχέση με τους άνδρες, ένα φαινόμενο που παρατηρείται επίσης σε πλήθος θηλαστικών. Αν και οι εξελίξεις στην ιατρική και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης έχουν περιορίσει το χάσμα της μακροχρόνιας ζωής μεταξύ των φύλων σε ορισμένες χώρες, είναι απίθανο να εξαλειφθεί εντελώς στο μέλλον. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, οι αιτίες αυτού του φαινομένου είναι ριζωμένες στην εξελικτική διαδικασία.
Η διεθνής έρευνα που δημοσιεύεται στο Science Advances αποτελεί τη μεγαλύτερη που έχει γίνει μέχρι σήμερα σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των φύλων στο ζωικό βασίλειο. Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από 1.176 είδη θηλαστικών και πτηνών σε ζωολογικούς κήπους, καθώς και παρατηρήσεις από πληθυσμούς 110 ειδών στη φύση. Το συμπέρασμα είναι σαφές: στα περισσότερα θηλαστικά, τα θηλυκά ζουν κατά μέσο όρο 12% περισσότερο από τα αρσενικά, ενώ το αντίθετο παρατηρείται στα πτηνά, όπου τα αρσενικά ζουν 5% περισσότερο.
Τα ευρήματα της έρευνας παρέχουν στήριξη σε τρεις διαφορετικές θεωρίες σχετικά με τις διαφορές στην προσδόκιμη διάρκεια ζωής. Η πιο γνωστή αφορά τα φυλετικά χρωμοσώματα. Στα θηλαστικά, τα θηλυκά έχουν δύο αντίγραφα του γονιδίου Χ, ενώ τα αρσενικά φέρουν ένα Χ και ένα Υ. Αυτό προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στα θηλυκά από μεταλλάξεις. Αντίθετα, στα πτηνά, οι αρσενικοί έχουν δύο αντίγραφα του χρωμοσώματος Ζ και ζουν περισσότερο.
Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη καταγράφει πολλές εξαιρέσεις, όπως σε αρκετά είδη αρπακτικών πτηνών, όπου τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα και ζουν περισσότερο. Οι ερευνητές προτείνουν επίσης ότι οι διαφορές μπορεί να εξηγούνται από τη θεωρία της σεξουαλικής επιλογής. Στα πολυγαμικά είδη, οι θηλυκές προτιμούν κυρίαρχα αρσενικά με χαρακτηριστικά που απαιτούν περισσότερη ενέργεια και μπορεί να περιορίζουν τη διάρκεια ζωής τους.
Η θεωρία της γονικής φροντίδας υποδηλώνει επίσης ότι τα θηλυκά που αναλαμβάνουν τη φροντίδα των μικρών τους έχουν εξελιχθεί να ζουν περισσότερο. Η έρευνα δείχνει ότι οι διαφορές στη διάρκεια ζωής είναι λιγότερο έντονες σε συνθήκες αιχμαλωσίας, υποδεικνύοντας ότι το περιβάλλον παίζει ρόλο, αλλά όχι αποφασιστικό.
Τελικά, το φαινόμενο αυτό φαίνεται να έχει βαθιές εξελικτικές ρίζες και είναι πιθανό να συνεχιστεί στο μέλλον.
Πηγή περιεχομένου: in.gr