Η ελληνική γλώσσα μέσα από τον χρόνο: Το εξειδικευμένο λεξιλόγιο της θρησκείας (Μέρος Γ)

Η ελληνική γλώσσα μέσα από τον χρόνο: Το εξειδικευμένο λεξιλόγιο της θρησκείας (Μέρος Γ)

Εξερευνώντας το λεξιλόγιο της θρησκείας στην ελληνική γλώσσα, αποκαλύπτουμε τις βαθύτερες έννοιες των λέξεων. Συνεχίζοντας την ανάλυση του όρου όσιος στο λεξιλόγιο των αρχαίων Ελλήνων, διαπιστώνουμε ότι αυτή η λέξη δεν είναι μόνο το αντίθετο του επιθέτου ιερός, όπως αναφέραμε στο προηγούμενο άρθρο, αλλά και συνώνυμων όρων όπως ανίερος, άναγνος, ανόσιος και μιαρός. Όταν χρησιμοποιείται σε θρησκευτικά συμφραζόμενα, η λέξη αυτή εκφράζει την έννοια του ευσεβούς ή ευλαβούς.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η λέξη όσιος δηλώνει πάντα το μη προσβλητικό ή ενοχλητικό για τους θεούς, καθώς και το θρησκευτικώς ακίνδυνο. Στο ίδιο εννοιολογικό πλαίσιο, το ρήμα αφοσιούμαι (ο ενεργητικός τύπος αφοσιόω/αφοσιώ) σημαίνει τον εξαγνισμό του ατόμου από τις αμαρτίες του και υποδεικνύει την προσφορά εξιλαστήριων θυσιών προς το θεό.

Επιπλέον, δύο άλλες λέξεις που είναι σημαντικές στο αρχαιοελληνικό θρησκευτικό λεξιλόγιο είναι τα επίθετα αγνός και άγιος, τα οποία συνδέονται με την έννοια της ιερότητας και του θρησκευτικού σεβασμού, και παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Το επίθετο αγνός σχετίζεται με το ρήμα άζω/άζομαι, που σημαίνει σέβομαι ή φοβάμαι, και χρησιμοποιείται για τη χαρακτηριστική αναφορά θεών και ανθρώπων, υποδεικνύοντας τη διπλή του σημασία ως σεβαστού και θρησκευτικώς καθαρού.

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Το ειδικό λεξιλόγιο της θρησκείας (Μέρος Α)

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Το ειδικό λεξιλόγιο της θρησκείας (Μέρος Β)

Πηγή περιεχομένου: in.gr

Loading

Play