Η ελληνική γλώσσα αποτυπώνει τη δουλεία με ειδικό λεξιλόγιο, αναδεικνύοντας τις ρίζες της στην ιστορία. Η γλωσσική έρευνα αναδεικνύει τις ρίζες της δουλείας στην ελληνική γλώσσα, που μπορούν να αναχθούν στους Μυκηναϊκούς Χρόνους, το β’ μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στη γραφή Γραμμική Β, που χρησιμοποιήθηκε στα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας και στην Κρήτη, εντοπίζονται οι λέξεις doero (*δόελος) και doera (*δόελα), οι οποίες με την πάροδο του χρόνου μετασχηματίστηκαν σε δούλος/δούλη. Η ακριβής έννοια των μυκηναϊκών αυτών τύπων δεν είναι απολύτως σαφής, αν δήλωναν καθεστώς δουλείας αντίστοιχο με εκείνο μεταγενέστερων εποχών. Ορισμένοι από τους προσδιοριζόμενους αυτούς τύπους φαίνεται να αναφέρονται σε άτομα που ήταν ιδιοκτησία άλλων, με τις περισσότερες περιπτώσεις να αφορούν γυναίκες, οι οποίες ενδεχομένως τελούσαν υπό καθεστώς αιχμαλωσίας, ενώ λίγες εργάζονταν με αντάλλαγμα.
Αρκετούς αιώνες αργότερα, στο λεξιλόγιο του Ομήρου, κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., χρησιμοποιείται ο όρος δμως (-ωός)/δμωή για να δηλωθεί ο άνθρωπος που στερείται ελευθερίας. Αυτές οι λέξεις συνδέονται είτε με το ρήμα δαμάω είτε με τη ρίζα *domu, που ενυπάρχει στο λατινικό domus. Στην ομηρική εποχή, οι όροι θεράπων και αμφίπολος δηλώνουν υπηρέτες που προσφέρουν εθελοντικά και αξιοπρεπώς τις υπηρεσίες τους, ενώ η λέξη οικεύς αναφέρεται στον ένοικο ενός σπιτιού, ο οποίος μπορεί να είναι είτε δούλος είτε ελεύθερος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι λέξεις δούλη και ανδράπους είναι σπάνιες στο ομηρικό λεξιλόγιο, με την τελευταία να αναφέρεται στους δούλους ή σκλάβους.
*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, απεικονίζεται ο Πάτροκλος, ο θεράπων του Αχιλλέως.*
Πηγή περιεχομένου: in.gr