Εξερευνώντας τις φορολογικές διαφοροποιήσεις στην αγορά ακινήτων της Ευρώπης. Οι αγοραστές ακινήτων σε όλη την Ευρώπη βρίσκονται αντιμέτωποι με φορολογικές προκλήσεις και ευκαιρίες, οι οποίες οφείλονται στις έντονες διαφορές στους φόρους συναλλαγών. Ορισμένες περιοχές, όπως η Ισπανία και το Βέλγιο, έχουν τους υψηλότερους φόρους, καθιστώντας την αγορά κατοικίας σε αυτές τις περιοχές οικονομικά δύσκολη για τους αγοραστές. Σύμφωνα με μια ανάλυση των Financial Times, ο φόρος μεταβίβασης ακινήτων μπορεί να φτάσει τα 30.000 ευρώ για έναν αγοραστή κατοικίας αξίας 300.000 ευρώ στην ΕΕ. Αντίθετα, στη Ζυρίχη, οι αγοραστές ακινήτων δεν πληρώνουν φόρο μεταβίβασης, σύμφωνα με έναν νόμο που εισήχθη το 2005 για την προώθηση των συναλλαγών ακινήτων.
Η έντονη αυτή διαφοροποίηση αποκαλύπτει τη σημαντική επίδραση που έχει η κυβερνητική πολιτική στο κόστος της μεγαλύτερης οικονομικής συναλλαγής που πραγματοποιούν οι πολίτες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι φόροι μεταβίβασης είναι ακόμη πιο προοδευτικοί, με το ανώτατο ποσοστό να φτάνει το 17% για ακίνητα άνω των 1,5 εκατομμυρίων λιρών. Αυτή η φορολογική ρουλέτα έχει δημιουργήσει ανησυχία, ιδιαίτερα στην τρέχουσα κατάσταση της αγοράς στέγης, καθώς πολλές χώρες προσπαθούν να ανακουφίσουν τους πρώτους αγοραστές.
Η Ισπανία, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ, προσπαθεί να διαχειριστεί την κρίση στέγης, ωστόσο οι φόροι μεταβίβασης παραμένουν στη δικαιοδοσία των 17 περιφερειών της χώρας. Ορισμένες περιοχές έχουν υψηλούς συντελεστές, όπως 10% στην Καταλονία και τη Βαλένθια, που επηρεάζουν σημαντικά την αγορά ακινήτων.
Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει επίσης ένα κίνητρο για επενδυτές να προσαρμόσουν τους υπολογισμούς τους ώστε να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους τους, παρά τους υψηλούς φόρους. Οι υψηλοί φόροι μεταβίβασης αναγκάζουν τους αγοραστές να επανεξετάσουν τις επιλογές τους, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τη γενική αγορά.
Πηγή περιεχομένου: in.gr