Η προσφυγιά αφήνει πληγές. Ένας πρόσφυγας επιστρέφει στην πατρίδα μετά από χρόνια, θλιβερές ιστορίες και προσωπικά δράματα. Είναι έντεκα το πρωί του Σαββάτου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου σε μία ώρα και είκοσι λεπτά, το Μπόινγκ της Αεροφλότ από τη Μόσχα θα προσγειωθεί στην πίστα. Ο Βούζης Αγγελής, γαμπρός μου, πέθανε στην Τασκένδη και επί 25 χρόνια ζητούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η φράση «ουδέν κακόν αμιγές καλού» τονίζει την ελπίδα ότι θα δω την αδερφή μου πριν από τον θάνατό μου.
Ο Βασίλης Φανίτσιος, γνωστός στον δημοσιογραφικό κόσμο, περιμένει να παραλάβει το φέρετρο του γαμπρού του. Η Μαριόλλα, η γυναίκα του, ήρθε να θάψει τον πρόσφυγα στο χωριό τους, θρηνώντας για έναν άνθρωπο που υπήρξε απλός εργάτης και όχι ποιητής. Πέθανε από βρογχοπνευμονία, χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την ηλικία του, με το όνειρο να δει την πατρίδα του.
Στο αεροδρόμιο, στις 12:15, καμία μπάντα δεν αποδίδει τιμές, ούτε κάποιο κοριτσάκι με παραδοσιακή ενδυμασία αποθέτει λουλούδια στο φέρετρο του πρόσφυγα. Κανένας δεν τον περιμένει εκτός από τον γαμπρό του, με την ελπίδα να δει την αδερφή του πριν από τον θάνατό του. Η κοπέλα από τα μεγάφωνα ανακοινώνει την άφιξη της πτήσης από Μόσχα και η σιωπή του χώρου καταγράφει τη θλίψη.
Η επιθυμία του πρόσφυγα να επιστρέψει στην Ελλάδα δεν πραγματοποιήθηκε εγκαίρως, καθώς έφυγε από τη ζωή μόλις η άδεια έφτασε. Μπροστά στο αυτοκίνητο, η σιωπή είναι βαρύτερη, καθώς η οικογένεια του πρόσφυγα θα τον θάψει στο Ζαγόρι, βιώνοντας τον καημό που συνοδεύει τη ζωή ενός πρόσφυγα.
Πηγή περιεχομένου: in.gr