Νέα ανάλυση για τις αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και την κοινωνία. Ένα νέο δίλημμα εγείρουν οι οικονομολόγοι σχετικά με τον στόχο του ΝΑΤΟ για ραγδαία αύξηση των αμυντικών δαπανών. Αυτή η επιλογή μπορεί να αναδειχθεί σε σοβαρή κοινωνική και περιβαλλοντική πρόκληση, καθώς θέτει τη συνοχή των κοινωνιών απέναντι σε στρατιωτικές επενδύσεις. Στη διάρκεια της τρέχουσας συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη, 24-25 Ιουνίου, επιδιώκεται η συμφωνία αύξησης των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2032. Ωστόσο, κορυφαίοι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι αυτή η μετάβαση από το 2% στο 5% μπορεί να αποδειχθεί διπλά επικίνδυνη για την Ευρώπη.
Επισημαίνουν ότι η Ευρώπη κινδυνεύει να επιλέξει τον μιλιταρισμό έναντι της κοινωνικής και περιβαλλοντικής ασφάλειας.
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έχει δηλώσει ότι όλα τα κράτη μέλη της συμμαχίας συμφωνούν με αυτήν την επιτακτική κατεύθυνση, την οποία προωθεί και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Πέρα από την Ισπανία, η οποία φαίνεται να έχει εξασφαλίσει εξαίρεση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα εμποδίσει τις άλλες χώρες.
Οι οικονομολόγοι του Ιδρύματος Νέας Οικονομίας (NEF) προειδοποιούν για το κόστος ευκαιρίας που συνεπάγεται αυτή η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, οι οποίες ενδέχεται να μειώσουν τη χρηματοδότηση για τα προγράμματα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και άλλων κοινωνικών πρωτοβουλιών στην Ευρώπη, οι οποίες ήδη υποχρηματοδοτούνται. Η εστίαση στις στρατιωτικές δαπάνες μπορεί να παραβλέψει τους κινδύνους που προέρχονται από την περιβαλλοντική κατάρρευση και την κοινωνική παρακμή.
Αυτές οι στρατηγικές επιλογές αποκαλύπτουν την πολιτική διάσταση των δημόσιων οικονομικών, εφόσον οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επαναστατήσουν τις προτεραιότητές τους σε μια εποχή που η ανάγκη για κοινωνική ασφάλεια είναι επιτακτική.
Πηγή περιεχομένου: in.gr