Αναλύουμε την εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ και τις στρατηγικές του κινήσεις απέναντι σε διεθνείς προκλήσεις. Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ συναντήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αλάσκα, θα είναι η έβδομη φορά που οι δύο ηγέτες θα έχουν προσωπική συνομιλία. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική, σύμφωνα με τον Economist. Ατρόμητος, ο Τραμπ ελπίζει να συνάψει μια συμφωνία με τον ηγέτη της Ρωσίας, με τη συνάντηση αυτή να αποτελεί τη μεγαλύτερη δοκιμασία της διπλωματίας του. Είναι επίσης μια υπενθύμιση του πόσο απρόβλεπτη έχει γίνει η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Θα επιδείξει αποφασιστικότητα ο Τραμπ, καθιστώντας σαφές ότι η Αμερική και οι σύμμαχοί της θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να διασφαλίσουν την κυριαρχία της Ουκρανίας; Ή θα βιαστεί να ξαναρχίσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, ανταμείβοντας έτσι την επιθετικότητά της και αφήνοντας την Ουκρανία ευάλωτη σε μελλοντικές επιθέσεις; Αυτό είναι το επίδικο.
Αρχίζοντας τη δεύτερη θητεία του, οι υποστηρικτές του Τραμπ πίστευαν ότι θα ασκήσει εξουσία βασισμένος στο επιχειρηματικό του ένστικτο, αντί για τις παραδοσιακές διπλωματικές σχέσεις. Η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τις επιθυμίες και τους φόβους των άλλων θα του επέτρεπε να ασκεί πίεση χωρίς οίκτο. Οι ηγέτες του κόσμου θέλουν πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές και με τις απειλές του να τους αποκλείσει, θα μπορούσε να τους υποχρεώσει να τερματίσουν συγκρούσεις και να προσαρμόσουν τους εμπορικούς όρους προς όφελος των ΗΠΑ. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες, όπως την αύξηση της διαφθοράς και τη βλάβη της αμερικανικής οικονομίας.
Στην κορυφή των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο Τραμπ, βρίσκονται οι σχέσεις με τις κύριες δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία. Αν κατορθώσει να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία ή να επιτύχει μια ειρηνική λύση μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, το πολιτικό του κεφάλαιο θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά.
Πηγή περιεχομένου: in.gr