Η ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων έχει δημιουργήσει σοβαρές προκλήσεις κλιματικής αλλαγής και αστικού σχεδιασμού. Η μοναδική φύση των ελληνικών πόλεων αποκαλύπτεται μέσω της αντίφασης στην ανάπτυξή τους. Η επέκταση σχεδόν πάντα προηγείται — μερικές φορές νόμιμα, παραβιάζοντας τους κανόνες δόμησης, και άλλες φορές εντελώς παράνομα — και μόνο αργότερα το κράτος σπεύδει να προσαρμοστεί, αναδιαμορφώνοντας τα αστικά και χωρικά σχέδια για να ταιριάζουν με όσα έχουν ήδη χτιστεί. Αυτό που ισχύει σε άλλες χώρες της Ευρώπης αποτελεί μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Η έλλειψη κανόνων και λογικής έχει μακροχρόνια απουσιάσει από την αστική ανάπτυξη της χώρας, και τα αποτελέσματα είναι πλέον αδύνατο να αγνοηθούν. Στην Πάτρα, για παράδειγμα, η φετινή μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε τα προάστια της — μια προβλέψιμη συνέπεια σε μια πόλη που έχει επεκταθεί κατά 103,5% από το 1985, κυρίως προς τα ανατολικά, με τα κτίρια να βρίσκονται πλέον δίπλα σε δασικές περιοχές.
Σε ολόκληρη την Ελλάδα, ό,τι κάποτε ήταν περι-αστικές ζώνες έχει μετατραπεί σε πυκνές αστικές τοποθεσίες μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες, όλα στο όνομα του δικαιώματος σε μια στέγη. Τα τελευταία ευρήματα από μελέτη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) προσφέρουν μια αποκαλυπτική εικόνα. Η έρευνα συνδέει την αλλαγή του θερμικού περιβάλλοντος επιλεγμένων ελληνικών πόλεων με την αύξηση των δομημένων επιφανειών μεταξύ 1985 και 2022. Στα Ιωάννινα, η δομημένη περιοχή σήμερα είναι σχεδόν διπλάσια από ό,τι ήταν πριν σαράντα χρόνια — αύξηση 188,5%. Πόλεις όπως η Καλαμάτα, η Λαμία και η Πάτρα έχουν υπερδιπλασιαστεί, ενώ η Λάρισα και η Κατερίνη έχουν επεκταθεί κατά 77,2% και 66,4% αντίστοιχα.
Ακόμα και πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Αλεξανδρούπολη, ο Βόλος και το Ηράκλειο — όπου η αύξηση κυμαίνεται γύρω ή πάνω από το 50% — παραμένουν υπερβολικά δομημένες σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς ομολόγους τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια έκρηξη σκυροδέματος που καθιστά αυτές τις πόλεις όλο και πιο ευάλωτες σε υψηλές θερμοκρασίες και σε καύσωνες που προκαλούνται από την κλιματική κρίση.
Όταν οι πόλεις χτίζουν υπερβολικά, η ζέστη ακολουθεί. Η υπερβολική δόμηση που παρατηρείται σε πολλές ελληνικές πόλεις έχει οδηγήσει σε πυκνά, ψηλά κτίρια, συχνά στριμωγμένα κατά μήκος στενών δρόμων που περιορίζουν τη φυσική αερισμό — και σε σοβαρή έλλειψη ανοιχτών χώρων, εξηγεί ο καθηγητής Κωνσταντίνος Καρτάλης, περιβαλλοντικός φυσικός στο ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της ΕΕ για την Κλιματική Αλλαγή. Προσθέτει ότι η εξαφάνιση των πάρκων και η αντικατάσταση φυσικών επιφανειών με σκυρόδεμα και άσφαλτο έχουν δημιουργήσει συνθήκες που επιδεινώνουν το αστικό κλίμα.
Σύμφωνα με τον Δρ. Κώστα Φιλιππόπουλο, ερευνητή στο ΕΚΠΑ, κάθε πόλη που εξετάστηκε μέσω δορυφορικών δεδομένων εμφανίζει την ίδια τάση: μια σταθερή αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας από το 1985, μαζί με αυξανόμενες ανωμαλίες θερμοκρασίας. Αυτές οι ανωμαλίες, σημειώνει, αναφέρονται σε υψηλότερες καλοκαιρινές θερμοκρασίες αέρα — ειδικά από το 2000 — σε σύγκριση με τον κλιματικό μέσο όρο της περιόδου 1980-2010.
Μέσα στο μήνα Αυγούστο, οι ανωμαλίες αυτές έφτασαν ή ξεπέρασαν τους 2°C, με τις πιο απότομες αυξήσεις να καταγράφονται την τελευταία δεκαετία. Οι παράκτιες πόλεις απολαμβάνουν κάποια ανακούφιση από τις θαλάσσιες αύρες, λέει ο Φιλιππόπουλος, αλλά σε μέρη όπως η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος και η Πάτρα, ψηλά κτίρια κατά μήκος της παραλίας έχουν μερικώς αποκλείσει αυτό το φυσικό φαινόμενο ψύξης.
Κατά συνέπεια, προσθέτει, η αύξηση της μέσης και ανώμαλης θερμοκρασίας δείχνει την συνδυασμένη επίδραση της αστικοποίησης και της κλιματικής αλλαγής — η τελευταία εξελίσσεται ταχύτερα στη Μεσόγειο από οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη. Σε αρκετές πόλεις — όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, η Λάρισα και ο Βόλος — οι ερευνητές έχουν εντοπίσει μέτριες έως ισχυρές αστικές θερμικές νησίδες, όπου οι θερμοκρασίες του αέρα είναι σταθερά 1.5°C έως 3°C υψηλότερες στις κεντρικές περιοχές σε σύγκριση με την περιφέρεια. Σύμφωνα με τον καθηγητή Καρτάλη, όταν οι θερμοκρασίες παραμένουν υψηλές τη νύχτα, όπως συμβαίνει στις πόλεις, το ανθρώπινο σώμα βιώνει πολύ μεγαλύτερη θερμική καταπόνηση.
Μια γερμανική μελέτη που ανάλυσε τα τελευταία 15 χρόνια διαπίστωσε μια σημαντική αύξηση των εγκεφαλικών επεισοδίων που σχετίζονται με τις υψηλές νυχτερινές θερμοκρασίες. Η αστική θερμική νησίδα, εξηγεί, είναι το μέτρο του θερμικού φορτίου μιας πόλης — προϊόν του σκυροδέματος, της άσφαλτου, της ανθρώπινης δραστηριότητας και της παγιδευμένης θερμότητας. Όπως καταδεικνύει η μελέτη του ΕΚΠΑ, η Αθήνα δεν είναι καθόλου μοναδική σε αυτό το φαινόμενο.
Η πορεία του σκυροδέματος στη Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί εξαίρεση. Εντός της πόλης, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει μικρότερες θερμικές νησίδες — περιοχές που καταγράφουν σταθερά υψηλότερες θερμοκρασίες αέρα και επιφάνειας σε σύγκριση με τις γειτονικές. Οι αιτίες, σύμφωνα με αυτούς, είναι τρεις: το μέγεθος της πόλης, τα πυκνά και ψηλά κτίρια, και η έλλειψη πράσινου ή ανοιχτού χώρου.
Σε ολόκληρη την ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή — περιλαμβάνοντας τη Θεσσαλονίκη, το Κορδελιό-Εύοσμο, τους Αμπελόκηπους-Μεγμενή, τη Νεάπολη-Συκιές, την Καλαμαριά και την Πυλαία — ο αστικός ιστός έχει επεκταθεί κατά 54,8% σε όλες τις κατευθύνσεις. Η ανάπτυξη είναι πιο ορατή προς τα δυτικά, επιδεινώνοντας την κυκλοφορία, και προς τα νοτιοανατολικά.
Το λάθος μείγμα ανάπτυξης χαρακτηρίζει την ανάπτυξη των περιφερειακών πόλεων στην Ελλάδα τα τελευταία 35 χρόνια, επηρεάζοντας σημαντικά τόσο τον αστικό ιστό όσο και τις κοινωνικοοικονομικές δυναμικές τους, επισημαίνει ο καθηγητής Καρτάλης. Ωστόσο, με λίγες εξαιρέσεις, η συνταγή έχει αποδειχθεί λάθος. Η υπερβολική δόμηση, οι υπερμεγέθεις όγκοι σε στενούς δρόμους και παράκτιες περιοχές, η περιορισμένη πράσινη έκταση και η έλλειψη συνεκτικού αστικού σχεδιασμού έχουν υποβαθμίσει τα τοπικά κλίματα, αφήνοντας τις πόλεις επικίνδυνα εκτεθειμένες σε ακραίες θερμοκρασίες — με σοβαρές συνέπειες για τη δημόσια υγεία και την ποιότητα ζωής.
Το πιο ανησυχητικό, προσθέτει, είναι ότι τμήματα του τομέα της μηχανικής και κατασκευής συνεχίζουν να πιέζουν για μεγαλύτερους όγκους κατασκευών. Η μελέτη του ΕΚΠΑ αναδεικνύει την επείγουσα ανάγκη να συνδεθεί η αστική ανάπτυξη με περιβαλλοντικούς και κλιματικούς παράγοντες — και να δοθεί προτεραιότητα στα σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Οι πόλεις δεν μπορούν πλέον να αγνοούν αυτές τις συνέπειες.
Χωρίς μια θεμελιώδη αναθεώρηση του τρόπου που σχεδιάζονται και λειτουργούν οι πόλεις, προειδοποιεί, διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν όλο και πιο ευάλωτες και λιγότερο βιώσιμες — υπονομεύοντας όχι μόνο την ποιότητα ζωής των κατοίκων αλλά και την ικανότητά τους να προσαρμοστούν σε μελλοντικές προκλήσεις.
Η ακτινογραφία της δόμησης υποδεικνύει ότι, σύμφωνα με την απογραφή κτισμάτων του 2021 που δημοσιεύθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η Ελλάδα έχει περίπου 4.28 εκατομμύρια κτίρια, εκ των οποίων 1.8 εκατομμύρια — περισσότερο από 40% — κατασκευάστηκαν μετά το 1985. Τα περισσότερα έχουν σκελετούς από οπλισμένο σκυρόδεμα (60.6%), ακολουθούν οι τοίχοι από τούβλα και τσιμεντόλιθους (19.2%), οι πέτρες (17%), και τα μέταλλα (1.3%).
Πηγή περιεχομένου: in.gr