Ανάλυση του αντίκτυπου των δασμών της κυβέρνησης Τραμπ στην αμερικανική οικονομία και τις καταναλωτικές δαπάνες. Λίγο μετά την επανείσοδό του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε σε αύξηση των δασμών, αγνοώντας προειδοποιήσεις από οικονομολόγους και επιχειρηματίες για τους κινδύνους που εγκυμονούσε αυτή η πολιτική για την οικονομία των ΗΠΑ. Αρχικά εστίασε στο Μεξικό, τον Καναδά και την Κίνα, προχωρώντας σε επιβαρύνσεις στους τομείς του χάλυβα, του αλουμινίου και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο, ανακοίνωσε μια νέα σειρά δασμών κατά προϊόντων από χώρες σε όλο τον κόσμο, σε μια κίνηση που ονόμασε Ημέρα της Απελευθέρωσης. Τα σχέδια αυτά είχαν σοβαρές επιπτώσεις στο εμπόριο και προκάλεσαν αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, με την αύξηση των ανησυχιών, ο Τραμπ ανέστειλε γρήγορα τα πιο επιθετικά σχέδιά του για 90 ημέρες διαπραγματεύσεων.
Η χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ υπήρξε η πιο άμεση θύμα των νέων πολιτικών δασμών, σημειώνοντας δραματική πτώση το Μάιο. Η πρόοδος της οικονομίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου καταγράφηκε με τον βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης από το 2020 και την απροσδόκητη υποχώρηση των καταναλωτικών δαπανών τον Μάιο. Καθώς πλησιάζει η προθεσμία της 9ης Ιουλίου, η οικονομία των ΗΠΑ θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό παρακολούθηση, προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνέπειες από τις επιβολές δασμών.
Η τρέχουσα κατάσταση της αγοράς και οι εξελίξεις σχετικά με τους δασμούς εγείρουν ερωτήματα για το μέλλον του εμπορίου και της οικονομικής ευημερίας στις ΗΠΑ. Με τις λιανικές πωλήσεις και τις συνολικές καταναλωτικές δαπάνες να παρουσιάζουν υποχώρηση, η χώρα αντιμετωπίζει προκλήσεις, οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν τις μελλοντικές οικονομικές της προοπτικές.
Πηγή περιεχομένου: in.gr