Ψηφίστηκε η συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών

Ψηφίστηκε η συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών

Η νέα συμφωνία του ΠΟΥ επιδιώκει την παροχή εμβολίων και φαρμάκων σε όλες τις χώρες κατά τη διάρκεια κρίσεων δημόσιας υγείας. Οι χώρες-μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ενέκριναν την Τρίτη μια συμφωνία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μελλοντικών πανδημιών, αν και η απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αποδοτικότητα της. Έπειτα από τρία χρόνια εντατικών διαπραγματεύσεων, η νομικά δεσμευτική συμφωνία υιοθετήθηκε με επευφημίες από την Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας στη Γενεύη.

Η εξέλιξη αυτή θεωρείται σημαντική νίκη για τον ΠΟΥ, ειδικά σε μια εποχή που οι ΗΠΑ και άλλες χώρες μειώνουν τη διεθνή βοήθεια. Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, δήλωσε ότι «η συμφωνία αυτή διασφαλίζει ότι όλοι μαζί θα μπορέσουμε να προστατεύσουμε καλύτερα τον κόσμο από μελλοντικές πανδημικές απειλές».

Η συμφωνία προβλέπει ότι εμβόλια και φάρμακα θα είναι διαθέσιμα για όλες τις χώρες όταν προκύψει η επόμενη κρίση δημόσιας υγείας, με τις φαρμακοβιομηχανίες να δεσμεύονται να παραχωρήσουν το 20% της παραγωγής τους στον ΠΟΥ, εξασφαλίζοντας έτσι την πρόσβαση των φτωχότερων χωρών.

Η αποχώρηση των αμερικανών διαπραγματευτών ήταν σημαντικό πλήγμα για τις συνομιλίες, καθώς οι ΗΠΑ δεν δεσμεύονται από τη συνθήκη. Παρά το γεγονός ότι καμία χώρα δεν καταψήφισε τη συμφωνία, 11 χώρες απείχαν, περιλαμβάνοντας την Πολωνία, το Ισραήλ, την Ιταλία, τη Ρωσία, το Ιράν και τη Σλοβακία. Ειδικοί εκτιμούν ότι η συμφωνία περιέχει σημαντικές προβλέψεις για την ισότητα στη δημόσια υγεία, ωστόσο άλλοι θεωρούν ότι δεν πληροί τις αρχικές προσδοκίες.

«Είναι ένα άδειο κέλυφος», δήλωσε ο Τζιάν Λούκα Μπούρτσι, σύμβουλος του Κέντρου Παγκόσμιας Υγείας στη Γενεύη, επισημαίνοντας ότι η συμφωνία δεν περιλαμβάνει σαφείς υποχρεώσεις. Η πλήρης εφαρμογή της συμφωνίας θα εξαρτηθεί από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το παράρτημα σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για νέους παθογόνους παράγοντες, οι οποίες αναμένεται να διαρκέσουν έως και δύο χρόνια.

Πηγή περιεχομένου: in.gr

Loading

Play