Η ελληνική κυβέρνηση προγραμματίζει επενδύσεις €11 δισ. για την αναβάθμιση του συστήματος διαχείρισης νερού. Κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα συνοδεύεται από καυτές θερμοκρασίες και ηλιόλουστες τοποθεσίες, ωστόσο φέτος, η αύξηση της θερμοκρασίας αναδεικνύει ένα πολύ πιο επείγον και διαρκές ζήτημα: τη λειψυδρία. Εν μέσω κλιματικών πιέσεων, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά με ένα σημαντικό σχέδιο επένδυσης ύψους €11 δισ. για την αναμόρφωση του κατακερματισμένου συστήματος διαχείρισης νερού της χώρας. Η Ελλάδα προετοιμάζει μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση που στοχεύει στην εκσυγχρονισμένη και ενοποιημένη υποδομή του νερού.
Με την ανησυχία για τις ξηρασίες και τη συνεχιζόμενη επιδείνωση της υδάτινης κρίσης να αυξάνονται, μια μελέτη που ανέθεσε η κυβέρνηση στην Deloitte επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη για δομικές αλλαγές ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια παροχή και βιωσιμότητα του νερού. Το ρεπορτάζ της Deloitte υπογραμμίζει πώς η αποδιοργανωμένη διαχείριση και οι παλαιές υποδομές έχουν εμποδίσει την ικανότητα της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις υδάτινες απαιτήσεις, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών όταν η τουριστική κίνηση αυξάνεται και οι ανάγκες άρδευσης κορυφώνονται.
Στις 13 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε υψηλού επιπέδου συνάντηση υπό την προεδρία του αναπληρωτή υπουργού Κωστή Χατζηδάκη στην Αθήνα, προκειμένου να συζητηθούν τα ευρήματα και να καθοριστούν τα βήματα για την εφαρμογή των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων. Οι ανησυχίες εντάθηκαν από τα στοιχεία που δείχνουν αύξηση 139% στην κατανάλωση νερού για δημόσια χρήση μεταξύ 2001 και 2022.
Για να αντιμετωπιστούν αυτές οι προκλήσεις, η Ελλάδα σχεδιάζει να επενδύσει πάνω από €10 δισ. σε έργα παροχής νερού και άρδευσης. Το ποσό αυτό μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω μόλις ολοκληρωθούν οι νέες εκτιμήσεις το 2025. Προβλέπεται επίσης ότι χρειάζονται επιπλέον €500-700 εκατομμύρια για τις υδάτινες ανάγκες μόνο στην περιοχή της Αττικής. Η στρατηγική επικεντρώνεται σε πολλές υψηλού κινδύνου περιοχές, συμπεριλαμβανομένων των νησιών του Νότιου Αιγαίου, των Ιονίων νησιών, της Κρήτης, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, λαμβάνοντας υπόψη τοπικά κλίματα και τις πληθυσμιακές απαιτήσεις.
Ωστόσο, η χρηματοδότηση τέτοιων μεγάλης κλίμακας έργων απαιτεί αξιόχρεους φορείς που να μπορούν να προσελκύσουν χρηματοδότηση. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αναμένεται να είναι ένας βασικός συνεργάτης, παρέχοντας πιθανώς έως και €3 δισ. ετησίως για επιλέξιμα έργα διαχείρισης νερού. Ωστόσο, οι περισσότερες τοπικές υδατικές αρχές της Ελλάδας, γνωστές ως ΔΕΥΑ (δημοτικές εταιρείες ύδρευσης) και ΤΟΕΒ (οργανώσεις βελτίωσης άρδευσης), δεν έχουν προς το παρόν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και ρυθμιστική εποπτεία για να είναι επιλέξιμες.
Για να ξεπεραστούν αυτοί οι θεσμικοί περιορισμοί, η κυβέρνηση εξετάζει τη δημιουργία 45 νέων εταιρειών — μία για κάθε λεκάνη απορροής ή καθορισμένη περιοχή της Ελλάδας. Αυτές οι νέες δημόσιες εταιρείες θα συγκεντρώσουν υπάρχουσες υποδομές, περιουσιακά στοιχεία και χρέη από τις τοπικές υδατικές και αρδευτικές αρχές. Η συγχώνευση αυτή στοχεύει στη βελτίωση της διακυβέρνησης, στην προσέλκυση επενδύσεων και στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής βιωσιμότητας.
Με σημαντικές αναβαθμίσεις στον ορίζοντα, οι τιμές του νερού αναμένονται να αυξηθούν, ενδέχεται μάλιστα να ξεπεράσουν τους μέσους όρους της ΕΕ σε ορισμένες περιοχές. Η μελέτη της Deloitte αναφέρει ότι οι αυξήσεις τιμών θα προκληθούν από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των κόστων αποκατάστασης υποδομών, της αναποτελεσματικότητας των υφιστάμενων συστημάτων, και της ανάγκης για επενδύσεις που διασφαλίζουν το μέλλον, όπως η ψηφιοποίηση δικτύων και νέα εργοστάσια επεξεργασίας νερού. Αυτή τη στιγμή, η Ελλάδα απολαμβάνει σχετικά χαμηλές τιμές νερού (€1.30/m³), ειδικά σε σύγκριση με χώρες όπως η Αυστρία (€3.70/m³) ή η Δανία (€9.32/m³). Ωστόσο, οι μελλοντικές τιμές μπορεί να πλήξουν δυσανάλογα περιοχές που ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα λειψυδρίας.
Για να διασφαλιστεί η ομαλή εφαρμογή, προτείνεται η δημιουργία μιας ειδικής ομάδας επικοινωνίας που θα καθοδηγήσει την ενημέρωση του κοινού και θα διατηρήσει τη διαφάνεια σε όλες τις φάσεις της μεταρρύθμισης. Οι κίνδυνοι είναι υψηλοί. Η ασφάλεια του νερού στην Ελλάδα —και κατ’ επέκταση η οικονομική και περιβαλλοντική της σταθερότητα— εξαρτάται από ένα σύστημα ικανό να προσαρμοστεί σε ένα πιο ζεστό και ξηρό μέλλον.
Πηγή περιεχομένου: in.gr