Ανάλυση της αποτυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη και οι συνέπειες για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Η κυβερνητική πλευρά επιχείρησε να μετριάσει τις εντυπώσεις που προκάλεσε η ακύρωση της συνάντησής του με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος προτίμησε να συμμετάσχει σε συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η κυβερνητική αντίληψη ότι η συνάντηση δεν θα είχε σημαντική αξία αντικρούει την πραγματικότητα, όπου οι συναντήσεις κορυφής παίζουν κρίσιμο ρόλο στην εξωτερική πολιτική.
Η ακύρωση αυτής της συνάντησης, η οποία θα αποτύπωνε μια από τις υποτιθέμενες επιτυχίες της κυβέρνησης, επιτείνει την αίσθηση πολιτικής και διπλωματικής αποτυχίας. Ο Μητσοτάκης βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με την αδυναμία να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με την αμερικανική κυβέρνηση, κάτι που θεωρείται οδυνηρό για μια κυβέρνηση που προτάσσει τη φιλοαμερικανική της στάση.
Ο συνολικός αριθμός των συναντήσεων του πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη αποδείχθηκε περιορισμένος, σε αντίθεση με τον Ερντογάν που είχε συνάντηση με τον Τραμπ και επέτεινε τη βελτίωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Η διάχυτη αίσθηση ότι η ελληνική κυβέρνηση δυσκολεύεται να διατηρήσει διάλογο με τον Αμερικανό πρόεδρο εντείνει την κρίση στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
Οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για τη συνεργασία του με τον Τραμπ το 2019-2020 βρίσκονται σε αντίθεση με την επιφυλακτική στάση του απέναντι στον πρώην πρόεδρο, γεγονός που τον τοποθετεί σε δύσκολη θέση, ιδιαίτερα καθώς η ελληνική πολιτική κινδυνεύει να υποστεί συνέπειες από την αναβίωση του Τραμπ.
Η αναγνώριση του Ερντογάν από τον Τραμπ και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν κρίσιμες, καθώς η Τουρκία διεκδικεί μεγαλύτερο ρόλο στη διεθνή σκακιέρα. Η κατάσταση είναι περίπλοκη, καθώς ο Μητσοτάκης πρέπει τώρα να πλοηγηθεί σε μια νέα πραγματικότητα που θα επηρεάσει την πολιτική του και την κυβερνητική του πορεία.
Πηγή περιεχομένου: in.gr