ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ: Η γκάιντα του Έβρου – Από τα βοσκοτόπια και τα χοροστάσια στη σύγχρονη αναβίωση ενός αρχέγονου ήχου

ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ: Η γκάιντα του Έβρου – Από τα βοσκοτόπια και τα χοροστάσια στη σύγχρονη αναβίωση ενός αρχέγονου ήχου

Μια αναπνοή κι ένα άγγιγμα, ενεργοποιεί μια μελωδία από μια άλλη εποχή. Ο 70χρονος Γιάννης Ντομπρίδης, σφίγγει στην αγκαλιά του τον δερμάτινο ασκό της γκάιντας και αφήνει την ανάσα του να ζωντανέψει έναν ήχο που χάνεται στον χρόνο, μα δεν ξεχνιέται. Η μελωδία πλημμυρίζει το χώρο με μνήμες, εικόνες και ιστορίες από τη Θράκη. Η στιγμή αποκτά ιδιαίτερο βάρος, καθώς πριν από λίγες μέρες έφυγαν από τη ζωή οι δύο τελευταίοι εκπρόσωποι της παλαιάς γενιάς των γκαϊντατζήδων του Έβρου: ο 96χρονος Γιάννης Πεχλιβάνης από τον Λαγό Διδυμοτείχου και ο 88χρονος Πασχάλης Κιτσικούδης από την Παταγή Ορεστιάδας. Με τον χαμό τους, κλείνει ουσιαστικά ένα μεγάλο κεφάλαιο της προφορικής παράδοσης της περιοχής, που συντηρήθηκε για δεκαετίες μέσα από τις ανάσες και τα δάχτυλα λιγοστών ανθρώπων.

Γοητευμένος από παιδί με τον «μαγικό αυλό» που προσέλκυε πλήθη στην πλατεία της γενέτειράς του, της Λάδης Έβρου, ο Ντομπρίδης ονειρεύτηκε να γίνει ο ίδιος αυτός που θα έστηνε τον χορό. Με πείσμα και υπομονή, τα κατάφερε. «Την γκάιντα τη θυμάμαι από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο γύρω μου, από 7-8 χρονών. Κάθε Κυριακή χόρευαν οι γυναίκες στην πλατεία του χωριού και κάποιες φορές κατέβαινε και η γκάιντα. Στο χωριό μου είχαμε τέσσερις γκαϊντατζήδες. Είχα αυτήν την εικόνα και μου έκανε εντύπωση γιατί εκείνος που ξεχώριζε ήταν ο γκαϊντατζής. Χόρευαν, για παράδειγμα, 50 άτομα κι αυτός ήταν ο ένας που έπαιζε», αναφέρει ο Γιάννης Ντομπρίδης στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Είναι ένα όργανο που ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τις κοινωνίες στα χωριά. Δηλαδή ο γκαϊντατζής ήταν κάτι σαν τον παπά, σαν τον δάσκαλο, σαν τη μαία ή την … ξεματιάστρα του χωριού! Ήταν, δηλαδή, απαραίτητος για μια μικρή κοινωνία, δεμένος δηλαδή με τα ήθη, έθιμα και τη ζωή του χωριού», συμπληρώνει ο Γιάννης Σαρσάκης, αγιογράφος από το Διδυμότειχο, που επίσης παίζει γκάιντα, την οποία διδάχτηκε από παλιούς γκαιντατζήδες και πλέον τη μαθαίνει ο ίδιος στον 16χρονο γιο του.

«Ο γκαϊντατζής είναι ο σαμάνος, ο ιεροφάντης, αυτός που αναλαμβάνει τον τελετουργικό ρόλο της μουσικής, που παίζει μουσική για όλους, που στήνει τη μουσική διάσταση μιας κοινωνίας, η οποία λειτουργεί σαν ένα ιδιότυπο μουσικοπολιτισμικό οικοσύστημα», λέει από την πλευρά του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ Εθνομουσικολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών Χάρης Σαρρής, που έχει κάνει διδακτορική διατριβή πάνω στην γκάιντα.

Η δεκαετία του ’60 και η μεγάλη στροφή

Ο Γιάννης Ντομπρίδης, όπως λέει, ως παιδί δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ένα φουσκωμένο δέρμα βγάζει αυτόν τον ήχο, ούτε να κατανοήσει την …ανατομία της γκάιντας. Ως έφηβος, όμως, άρχισε να ρωτά, να ερευνά και να προσπαθεί να αποκτήσει ένα δικό του όργανο. Η συγκυρία, ωστόσο, τότε ήταν δύσκολη, γιατί η κοινωνική πραγματικότητα είχε αλλάξει.

«Στα χρόνια της δεκαετίας του ’60 έγινε η μεγάλη τομή, άνοιξε η Γερμανία, όπως λένε. Οπότε μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού, μετανάστευσε εκεί προς αναζήτηση καλύτερης τύχης», εξηγεί ο Χάρης Σαρρής. «Από τη μια έγινε η ερήμωση από νεανικό πληθυσμό και από την άλλη έγινε μια συμβολική απαξίωση του τοπικού πολιτισμού από τα μέσα. Γιατί πλέον το καλό ήταν αυτό που ερχόταν απ’ έξω, από την Αθήνα, από το ραδιόφωνο και αργότερα από την τηλεόραση. Οπότε η γκάιντα ήταν μέρος ενός κόσμου από τον οποίο όλοι ήθελαν να δραπετεύσουν», προσθέτει ο κ. Σαρρής.

«Τα χωριά είχαν αδειάσει από τριαντάρηδες και σαραντάρηδες. Όρεξη για χορούς και γλέντια δεν υπήρχε και πολλή… Όσοι παίζανε γκάιντα όταν ήμουν εγώ παιδί, μεγάλωναν, ενώ οι μάστορες που τις κατασκεύαζαν είχαν πεθάνει. Επιπλέον ήταν και λίγο …φετίχ, κάθε γκαϊντατζής που πέθαινε θάβονταν μαζί με την γκάιντά του, οπότε ήταν δυσεύρετη», θυμάται ο κ. Ντομπρίδης.

«Έφυγε ο κόσμος, πήγε στις πόλεις, τα γλέντια δεν γίνονταν πια στο μεσοχώρι (στην πλατεία του χωριού), γίνονταν σε μαγαζιά με ορχήστρες. Οπότε ο γκαϊντατζής σιγά σιγά άρχισε να χάνει αυτό τον ρόλο στην τοπική κοινωνία. Επίσης, λόγω του ότι η γκάιντα συνδέεται κάπως με τη φτώχεια και με το παλιό, ο κόσμος ήθελε πια το καινούργιο, ήθελε να μοντερνοποιηθεί, ήθελε στους γάμους να έχει κλαρίνα, να έχει βιολιά», υπογραμμίζει ο κ. Σαρσάκης.

Έτσι, λοιπόν, ο Γιάννης Ντομπρίδης αποφάσισε να συναρμολογήσει μόνος του μία γκάιντα και ξεκίνησε να συγκεντρώνει τα μέρη που την αποτελούν. Αλλού βρήκε τον αυλό (γκαϊντανίτσα), αλλού τον ισοκράτη κι αλλού το μπουρί. «Τέλος, με βοήθησε ένας χωριανός μου που ήξερε να κάνει δέρμα για γκάιντα και κουτσά – στραβά τη φτιάξαμε. Μετά προσπαθούσα να τη φουσκώσω και να παίξω, αλλά δεν είχα ποιον να μου δείξει», λέει ο Εβρίτης οργανοπαίκτης, και υπογραμμίζει ότι για να μάθει ακολουθούσε έναν παππού, «πάρα πολύ καλό γκαϊντατζή και διασκεδαστή», τον οποίο απλώς παρατηρούσε για να αποσπάσει μυστικά του παιξίματος.

Με την κάθοδό του στη Θεσσαλονίκη, στα 24 του χρόνια, και τη γνωριμία του με τον αείμνηστο Χρόνη Αηδονίδη περίπου δυο χρόνια αργότερα, η κατάσταση άλλαξε τόσο για τον Γιάννη Ντομπρίδη, όσο και για το όργανο συνολικά, αφού «το αηδόνι της Θράκης» του πρότεινε να τον ακολουθεί σε χορούς και πανηγύρια και για πρώτη φορά η γκάιντα άρχισε να εντάσσεται σε μία ορχήστρα και να συνοδεύει κλαρίνα και βιολιά.

Η επιστροφή στην γκάιντα λίγες δεκαετίες αργότερα

Τη δεκαετία του ’90 «έτρεξε» το ερευνητικό πρόγραμμα «Θράκη» της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής, όπου συγκροτήθηκε μία διεπιστημονική ομάδα και έκανε επί σειρά ετών εκτεταμένη επιτόπια έρευνα στη Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία. Ο Χάρης Σαρρής, σήμερα προϊστάμενος του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, που συμμετείχε στο πρότζεκτ, είχε μόλις τελειώσει το τμήμα μουσικών σπουδών. Τον ενδιέφερε η εθνομουσικολογία και χαρακτηρίζει τον νεαρό εαυτό του «tabula rasa» (άγραφο πίνακα), που όλα όσα έβλεπε και ένιωθε, ήταν πρωτόγνωρα και τα βίωνε σαν κάτι το μαγικό και μοναδικό.

«Πήγα στη Θράκη το 1995 – 2001 και επισκεπτόμενος τα χωριά, άρχισε σιγά σιγά να μου αποκαλύπτεται η μουσική εικόνα της Θράκης, η οποία δεν είχε καμία σχέση με αυτά τα οποία γνώριζα έως τότε μέσα από την υποτυπώδη, στοιχειώδη δισκογραφία, που υπήρχε τη δεκαετία του ’90 -πριν από την έλευση του CD και αργότερα του YouTube, που ο καθένας έχει πρόσβαση και μπορεί να βρει υλικό», σημειώνει και τονίζει πως τότε, δεν μπορούσε καν να υποψιαστεί ότι γνώριζε έναν κόσμο που βρισκόταν κυριολεκτικά στο μεταίχμιο, δηλαδή την τελευταία γενιά προ-Γερμανίας.

«Φανταστείτε ανθρώπους που είχαν μεγαλώσει στο παλιό πολιτισμικό περιβάλλον, στα βοσκοτόπια, στα χοροστάσια, στην παλιά προ-νεωτερική συνθήκη. Ήταν, δηλαδή, όπως ζούσαν οι άνθρωποι πριν από εκατό ή διακόσια χρόνια. Από την άλλη ήταν η πρώτη γενιά της Γερμανίας, που στις αρχές του ’90 είχαν πάρει πλέον τη σύνταξή της από εκεί και είχε γυρίσει πίσω στην πατρίδα», αναφέρει και συνεχίζει: «Οπότε εγώ γνώρισα τους ανθρώπους που μέσα στη δεκαετία του ’90 προσπαθούσαν να ξαναπιάσουν το νήμα της χαμένης τους νιότης. Θυμόταν τα τραγούδια τους, επιστράτευαν τους γκαϊντατζήδες, πήγαιναν εκδρομές, έκαναν γλέντια. Υπήρχε μια τεράστια διάθεση για ζωή, η οποία από πίσω τους, όμως, έκρυβε όλη αυτή την αγωνία της μοναξιάς», λέει, αποκωδικοποιώντας τη συμβολική γλώσσα των τραγουδιών και το τι αποκαλύπτει για την ιστορία και την ψυχή αυτών των ανθρώπων.

Εκείνη την περίοδο, όπως θυμάται ο κ. Σαρρής, ο νεότερος γκαϊντατζής σε ολόκληρο το γεωγραφικό διαμέρισμα της Θράκης, ήταν ο γεννημένος το 1939 Πασχάλης Κιτσικούδης, που πέθανε πριν από λίγες ημέρες. «Από εκεί και πέρα υπήρχε ένα κενό δύο γενεών. Μετά το 2003 άρχισαν να βγαίνουν οι επόμενοι γκαϊντατζήδες, οι οποίοι ήταν η γενιά των εγγονιών των υπαρχόντων γκαϊντατζήδων», καταλήγει.

Όλοι πάντως συμφωνούν πως πλέον η γκάιντα του Έβρου έχει βρει τον δρόμο της και δεν κινδυνεύει πλέον να χαθεί, αφού είναι πολλοί οι άξιοι δεξιοτέχνες διάδοχοι γκαϊτατζήδες και πολλαπλάσιο το ακροατήριο που συγκινείται στο άκουσμά της…

*Τη φωτογραφία παραχώρησε ο κ. Ντομπρίδης

Loading

Play