Ένα δυσανάγνωστο καλλιγραφικό κείμενο σε αραβογραφή, τυλιγμένο σε έναν κιτρινισμένο πάπυρο μήκους τριών μέτρων, παρέμενε για ακριβώς 170 χρόνια σιωπηλό, φυλαγμένο στα Γενικά Αρχεία του Ελληνικού Κράτους. Η υπογραφή και η σφραγίδα του ίδιου του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α’ μαρτυρούσαν τη σημαντικότητά του. Ωστόσο, χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο αιώνες για να μεταφραστεί στα ελληνικά.
Σήμερα, για πρώτη φορά, το ιστορικό αυτό έγγραφο αναδύεται στο φως, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην κατανόηση των ελληνοοθωμανικών σχέσεων και της διπλωματικής ιστορίας του 19ου αιώνα. «Είναι ένα επίσημο αυτοκρατορικό φιρμάνι, υπογεγραμμένο το 1855 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α’, που ορίζει τον Δημήτρη Ρίζο Νερουλό ως πρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αντικαθιστώντας τον Μιχαήλ Τοσίτσα», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο άνθρωπος που ανέλαβε τη μετάφρασή του από τα οθωμανικά, ο ιστορικός ερευνητής Γιώργος Μπατζακίδης.
«Με τη σφραγίδα της υψηλής μου Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας, του υψηλοφώνου, ένδοξου και ουρανίου Οίκου των Σουλτάνων, και την κατακυρωμένη αυτοκρατορική μου υπογραφή, εκδίδεται η παρούσα διαταγή», ξεκινά το φιρμάνι για να συνεχίσει λίγες παραγράφους μετά, αναφερόμενος στον διορισμό του Δημητράκη Ρίζου Νερουλού: «Διατάσσω ώστε: Ο εν λόγω πρόξενος, αν και δεν είναι υπήκοος της Αυτοκρατορίας μου αλλά πραγματικός υπήκοος του Βασιλείου της Ελλάδος, θα υπηρετεί στην Αλεξάνδρεια ως Πρόξενος. Θα επιβλέπει τις εμπορικές υποθέσεις και τα συμφέροντα των Ελλήνων υπηκόων και εμπόρων που μεταβαίνουν προς και από την περιοχή αυτή. Σε περιπτώσεις νομικών και εμπορικών διαφορών μεταξύ Ελλήνων υπηκόων, αυτός θα είναι ο επιληφθείς αρμόδιος. Εάν ανακύψουν διαφορές ή εγκλήματα μεταξύ Ελλήνων υπηκόων και υπηκόων της Αυτοκρατορίας μου, οι υποθέσεις αυτές θα εξετάζονται και θα διευθετούνται σύμφωνα με τις συνθήκες και τις ισχύουσες διατάξεις, όπως εφαρμόζεται για τις άλλες φιλικές δυνάμεις. Οι εγκληματικές πράξεις θα τιμωρούνται όπως προβλέπεται από τους ισχύοντες νόμους», αναφέρει μεταξύ άλλων.
Ο Γιώργος Μπατζακίδης επισημαίνει ότι επρόκειτο για μία δύσκολη μετάφραση, καθώς η οθωμανική γλώσσα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, αφού αποτελεί κράμα τριών γλωσσών -τουρκικής, αραβικής και περσικής- γραμμένων με αραβικό αλφάβητο. «Ένας Άραβας μπορεί να τα διαβάσει, όχι όμως να τα καταλάβει. Ένας Τούρκος δεν μπορεί καν να τα διαβάσει. Χρειάζονται τουλάχιστον οι δύο μαζί, ενδεχομένως κι ένας Πέρσης· κι ακόμη έτσι, δύσκολα θα μπορέσουν να τα ερμηνεύσουν, γιατί αυτή η γλώσσα δεν χρησιμοποιείται πλέον. Είναι μια “ νεκρή” γλώσσα, που δεν έχει πια ρίζες στη σύγχρονη τουρκική», σημειώνει.
Ο ίδιος αφιερώθηκε μεθοδικά στη μελέτη της οθωμανικής γραφής και της ιστορικής ορολογίας. «Έχω πάντοτε μαζί μου τρία πολύ σπάνια λεξικά και συνεργάζομαι με έναν εξαιρετικό γνώστη της αραβικής. Όταν προκύπτουν ακόμη πιο δύσκολα σημεία, απευθύνομαι σε δύο συναδέλφους στην Τουρκία, ειδικούς στην οθωμανική», λέει, επισημαίνοντας πως «μια τελεία ή μια γραμμή μπορεί να αλλάξει ολόκληρο το νόημα».
Πώς έφτασε στα χέρια του ιστορικού ερευνητή
Ο Γιώργος Μπατζακίδης στράφηκε σε σχετικά μεγάλη ηλικία στις ιστορικές σπουδές. Ξεκίνησε στα 32 του να παρακολουθεί μαθήματα βυζαντινής, οθωμανικής και κλασικής ιστορίας στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, και αργότερα ολοκλήρωσε το πρόγραμμα σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.
Στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού του, επρόκειτο να συμμετάσχει σε εκπαιδευτική επίσκεψη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Η απόσταση όμως -καθώς ζει στην Ξάνθη- τον εμπόδισε να ταξιδέψει στην Αθήνα. Μια συμφοιτήτριά του, του υποσχέθηκε να τον έχει «στον νου της» αν εντόπιζε κάτι ενδιαφέρον. «Πράγματι, ανοίγοντας έναν πολύ σημαντικό φάκελο του Δημητρίου Υψηλάντη, βρήκε μέσα το αμετάφραστο αυτοκρατορικό φιρμάνι του 1855, που μας κίνησε την περιέργεια. Ήταν σε πάπυρο μήκους τριών μέτρων. Μου το έστειλε σε φωτογραφίες, αλλά η ανάλυση δεν ήταν επαρκής. Έτσι, έκανα αίτηση στα ΓΑΚ για ψηφιοποίηση και, όταν μου το απέστειλαν, κατάφερα τελικά να το διαβάσω», διηγείται.
Ποιος ήταν ο Ρίζος Νερουλός
Ο Δημήτριος Ρίζος Νερουλός υπήρξε μέλος μιας από τις πιο διακεκριμένες οικογένειες του νεοελληνικού Διαφωτισμού και της διπλωματίας. Γιος του λόγιου, πολιτικού και πρέσβη της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού, μεγάλωσε σε περιβάλλον παιδείας, καλλιέργειας και δημόσιας προσφοράς. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στην Ευρώπη, μιλούσε άπταιστα γαλλικά και ιταλικά, και σύντομα ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του στη διπλωματική υπηρεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Η αποστολή του στην Αλεξάνδρεια, το 1855, συνέπεσε με μια εποχή έντονης κινητικότητας στον ελληνισμό της Διασποράς. Εκεί, σε μια πόλη όπου οι Έλληνες έμποροι και τραπεζίτες γνώριζαν ραγδαία άνοδο, ο Νερουλός κλήθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε ένα κρίσιμο διπλωματικό σταυροδρόμι ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αίγυπτο του Μωχάμετ Άλι και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Το φιρμάνι του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α’, που επικυρώνει τον διορισμό του, αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία αυτής της εποχής και φωτίζει την πρώιμη παρουσία του ελληνικού κράτους στη Μεσόγειο. «Βρισκόμαστε σε μια στιγμή μεγάλης ιστορικής σημασίας: έναν χρόνο πριν από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο της Κριμαίας, όπου οι Οθωμανοί ηττώνται και ο Αμπντούλ Μετζίτ αναγκάζεται να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις. Το 1856 υπογράφεται το “ Χάτι Χουμαγιούν”, δηλαδή το “ Μεγάλο Τανζιμάτ”. Είναι μια καίρια καμπή της οθωμανικής ιστορίας, και ο Δημήτρης Ρίζος Νερουλός βρίσκεται μέσα σε αυτήν τη διεργασία», υποστηρίζει ο κ. Μπατζακίδης.
«Ο σουλτάνος παραχωρεί θρησκευτικές ελευθερίες στα μιλιέτ των Ορθοδόξων, των Αρμενίων και των Εβραίων. Σε αυτή τη φάση, ο Νερουλός ήταν το καταλληλότερο άτομο για να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Σύμφωνα με την έρευνά μου, έπαιξε καθοριστικό ρόλο τότε, γιατί μαζί με τις ατομικές ελευθερίες, οι Οθωμανοί παραχώρησαν και εμπορικές ελευθερίες, με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί ο πλούτος της ελληνικής κοινότητας στην Αίγυπτο», τονίζει ο ιστορικός ερευνητής.
Από την άλλη, ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι προκάτοχός του ήταν ο γνωστός εθνικός ευεργέτης και σημαντική φυσιογνωμία της ελληνικής κοινότητας στην Αίγυπτο Μιχαήλ Τοσίτσας. Ο διορισμός του λοιπόν, σύμφωνα με τον κ. Μπατζακίδη, πιθανόν υποδηλώνει πολιτική μετάβαση ή οργανωτικές αλλαγές στη λειτουργία του ελληνικού προξενείου. «Ο Τοσίτσας διατήρησε για χρόνια ηγετικό ρόλο στην παροικία και η αποχώρησή του από τη θέση αυτή πιθανώς να συνδέεται με τις μεταβολές στις σχέσεις Ελλάδας-Αιγύπτου και στο διπλωματικό προσωπικό», σχολιάζει.
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες στη μετάφραση και η παράλληλη έρευνα
Το φιρμάνι φέρει ημερομηνία Οκτωβρίου 1855, γεγονός που σημαίνει ότι η μετάφρασή του έγινε ακριβώς 170 χρόνια μετά από τη σύνταξή του. Ο Γιώργος Μπατζακίδης περιγράφει μερικές από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Η σημαντικότερη, όπως λέει, ήταν η μορφή divânî, δηλαδή η διοικητική, επίσημη γραφή των αυτοκρατορικών εγγράφων που εκδίδονταν από την Υψηλή Πύλη και έφεραν την υπογραφή του ίδιου του σουλτάνου. «Σ’ αυτή τη γραφή υπάρχει ιστορική ορθογραφία· κάποιες λέξεις δεν γράφονται αλλά εννοούνται. Αυτό συνέβαινε επειδή οι γραφείς που συντάσσουν τέτοια κείμενα γνωρίζουν τη συνέχεια και την ακολουθία των νοημάτων. Μεταφράζοντάς το, αν δεν γνωρίζεις αυτήν τη γραφή, πρέπει σχεδόν να “ μαντέψεις” ποια λέξη έχει παραλειφθεί», λέει.
Η δεύτερη μεγάλη δυσκολία αφορούσε τα ξενικά ονόματα. «Ένα χαρακτηριστικό λάθος είναι στο όνομα του προξένου που αναφέρεται ως αντικαταστάτης του Μιχαήλ Τοσίτσα. Ο Οθωμανός γραφέας, αν και εξαιρετικός, μπέρδεψε το όνομα και αντί για Δημητράκης Ρίζος Νερουλός έγραψε “ Δημητράκης Ζιζουβάς”. Τα ξενικά, χριστιανικά ή ευρωπαϊκά ονόματα συχνά προκαλούσαν σύγχυση», εξηγεί ο ιστορικός ερευνητής.
Από εκεί και πέρα, χρειάστηκε μια εκτενής παράλληλη έρευνα για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα του νέου προξένου. «Το λάθος διορθώθηκε με βάση το ΦΕΚ του 1855, όπου υπάρχει ο επίσημος διορισμός του Ρίζου Νερουλού τον μήνα Οκτώβριο. Η πληροφορία τεκμηριώνεται επίσης από την επιγραφή που βρίσκεται στο προξενείο της Αλεξάνδρειας, καθώς και από τα προσωπικά αρχεία του Νερουλού, στα οποία απέκτησα πρόσβαση μέσω του Ιστορικού Μουσείου της Ελλάδας. Εκεί εντόπισα και έγγραφο με τον διορισμό του, επίσης του Οκτωβρίου 1855», σημειώνει.
Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας διαπιστώθηκε επίσης ότι ο Δημήτριος Ρίζος Νερουλός ήταν πράγματι γιος του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού. «Το εικάζαμε, αλλά δεν είχε ποτέ τεκμηριωθεί. Από το προσωπικό του αρχείο που μου έστειλε το Ιστορικό Μουσείο, βρήκα επιστολή όπου απευθύνεται στον πατέρα του ως “ σεβάσμιέ μου πατήρ”. Από εκεί επιβεβαιώθηκε η συγγένεια. Είναι μια ακόμη σημαντική ιστορική τεκμηρίωση», τονίζει.
Ένας ερευνητής απέναντι στο άγνωστο
Για τον Γιώργο Μπατζακίδη, η ιστορική έρευνα δεν είναι αναπαραγωγή γνωστών αφηγήσεων, αλλά αναζήτηση του ανείπωτου. «Με συγκινούν πάντοτε οι πρωτόλιες έρευνες», λέει. «Όχι οι κονσέρβες ή τα ίδια και τα ίδια. Θέλω να φέρνω στο φως κάτι που δεν έχει ξαναειπωθεί», σημειώνει.
Η μετάφραση του φιρμανιού του 1855 υπήρξε για εκείνον ένα τέτοιο στοίχημα: μια πράξη αποκρυπτογράφησης, αλλά και αποκάλυψης ενός κρίκου στην αλυσίδα της ελληνικής διπλωματικής ιστορίας. Πέρα όμως από τη γλωσσική πρόκληση, ο ίδιος βλέπει σε τέτοιες εργασίες έναν βαθύτερο σκοπό: «Βοηθούν τους επόμενους ερευνητές να κατανοήσουν πώς αντιλαμβάνονταν οι Οθωμανοί τον Έλληνα πρόξενο, ποια δικαιώματα του παραχωρούσαν, ποιο ρόλο είχε στην εποχή του. Και όταν αυτά τα στοιχεία προέρχονται από ένα επίσημο αυτοκρατορικό έγγραφο, η ιστορική μαρτυρία αποκτά άλλο βάρος», καταλήγει.
Με πάθος για την πρωτογενή έρευνα και την αυθεντικότητα των πηγών, ο Γιώργος Μπατζακίδης δείχνει ότι η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ- απλώς περιμένει εκείνον που θα την ξαναδιαβάσει με τα μάτια του σήμερα.
*Τις φωτογραφίες παραχώρησε ο κ. Μπατζακίδης
Oι λεζάντες τους επισυνάπτονται σε ξεχωριστό αρχείο
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ