Της Τόνιας Α. Μανιατέα
«Το πρωί κατά τις έξι ξυπνούσαμε […] Πίναμε ένα τσάι, ένα φασκόμηλο και λίγο ψωμί […] Κι ύστερα, μισή ώρα ποδαρόδρομο από τα Ταμπούρια (μέσα από τη Δραπετσώνα) να φθάσουμε στις δεξαμενές του Βασιλειάδη… Εδώ μπροστά στο λιμάνι, που μπαίνουμε μέσα, τότες υπήρχαν οι καρβουναποθήκες διαφόρων, του Παληού, του Εμπειρίκου, αυτών που είχαν καράβια. Εμείς γεμίζαμε κάρβουνο τις μαούνες από τις αποθήκες και το βάζαμε στα καράβια […] Από τα παιδιά άλλος έπαιζε χαρτιά, άλλος γύριζε στις γυναίκες, άλλος κάπνιζε. Πειραιάς εδώ. Λιμάνι. Ο κόσμος αλητεμένος».
Φθινόπωρο του 1920. Δεκαπέντε χρόνων παλικαράκι φτάνει από τη Σύρο στον Πειραιά ο Μάρκος Βαμβακάρης κι εγκαθίσταται στα Ταμπούρια, στο Κερατσίνι, στο σπίτι της θείας του Ειρήνης, όπου κοιμάται στο πάτωμα με δυο κουβέρτες. Τον έχει στείλει ο πατέρας του ν’ ανοίξει δρόμο για την υπόλοιπη οικογένεια, που περνάει δύσκολα στο νησί. Βλέπεις, Ερμούπολη και Πάτρα έχουν χάσει από καιρό την επαφή τους με τα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Την πρωτοκαθεδρία έχει πια ο Πειραιάς. Ήδη από το 1880 το λιμάνι του διαθέτει εντυπωσιακή υποδομή (μώλο για πρόσδεση πλοίων, εγκαταστάσεις τροφοδοσίας κ.ά.). Από το 1913 παρέχει και δεξαμενές ελλιμενισμού. Σιδηρόδρομος ενώνει το λιμάνι με την πρωτεύουσα και με τη γραμμή Πειραιώς – Λαρίσης και τη λειτουργία του σταθμού στην ακτή Δραπετσώνας συνδέει απευθείας την πόλη με ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Επιπλέον, με τη διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου ο Πειραιάς ήρθε 90 ναυτικά μίλια πιο κοντά στα ευρωπαϊκά εμπορικά κέντρα.
Οικογένειες ολόκληρες ξεκουβαλάνε εδώ από τον τόπο τους ψάχνοντας για δουλειά. Ο Μάρκος βρίσκει εύκολα μεροκάματο. Άλλωστε γι αυτό τον έστειλε ο Βαμβακάρης ο πρεσβύτερος. Είχε ακούσει από κάτι φραγκοσυριανούς ότι εκεί στη Δραπετσώνα, στα εργοστάσια, έχουν ανάγκη από χέρια κι ο νεαρός είναι δυνατός σαν ταύρος. Κουβαλάει ζεμπίλια με κάρβουνο και βγάζει από 20 μέχρι 40 δραχμές μεροκάματο. Ανάλογα με τη διάθεση και τη δύναμη που θα ξυπνήσει, με το βάρος που θα αντέξει η νεανική πλάτη του, με τα δρομολόγια που θα κάνει. Στον ένατο μήνα θα ακολουθήσει και η υπόλοιπη οικογένεια. Στα κάρβουνα θα πιάσει δουλειά κι ο πατέρας του.
Η Δραπετσώνα δίνει δουλειά, είναι προορισμός εσωτερικής μετανάστευσης ενός πληθυσμού «γ’ κατηγορίας», φτωχού, απελπισμένου. Κι αλήθεια, όποιος αναρωτιέται πώς προέκυψε το όνομα «Δραπετσώνα», ακόμα ψάχνει στα βάθη του χρόνου… Η επικρατέστερη θεωρία το θέλει να προέρχεται από τη λέξη «τράπεζα», όπως ονόμαζαν οι αρχαίοι μία επίπεδη πλάκα που κάλυπτε έναν τύμβο. Μία περιοχή με πολλούς τύμβους, με πολλές «τράπεζες», όπως ετούτη εδώ στην αρχαιότητα, ήταν μία «τραπεζώνα». Έτσι ξεκίνησαν να τη λένε οι παλιοί και με τη χρήση έγινε Δραπετσώνα.
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΑ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΡΝΕΣ ΣΤΟ… ΜΑΝΤΡΙ
Το μηχανουργείο του ναυπηγείου Βασιλειάδη, λοιπόν, στο δυτικό άκρο του λιμανιού, στην ακτή της Δραπετσώνας, αυτό που έδωσε δουλειά και στους Βαμβακάρηδες, θα καταγραφεί στη βιομηχανική ιστορία του Πειραιά. Ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και είναι μία ακμάζουσα μονάδα με εκατοντάδες ανθρώπους. Μηχανουργείο, λεβητοποιείο, χυτήριο, χτιστές προβλήτες, ένας σωρός εγκαταστάσεις, δεκαετίες τώρα δίνουν ψωμί σε 400 νοματαίους που έχουν έρθει από κάθε γωνιά της χώρας. Στην παράκτια ζώνη της Δραπετσώνας και στους γειτονικούς όρμους της, στο τμήμα του πειραϊκού λιμανιού, που λέγεται Ηετιώνεια Ακτή (χάριν του μυθικού ήρωα Ηετίωνα που την κατέκτησε), εγκαθίστανται τρία σαπωνοποιεία, ένα βυρσοδεψείο, ένα αγγειοπλαστείο – τσιμεντοποιείο (η μετέπειτα ΑΓΕΤ) και, κυρίως, η ογκώδης εγκατάσταση της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (ΑΕΕΧΠΛ), που σφραγίζει τον μετασχηματισμό του σημείου σε επίκεντρο της πειραϊκής βιομηχανικής ανάπτυξης. «Η τοποθεσία του γηπέδου, κειμένου εγγύτατα του λιμένος Πειραιώς και της θαλάσσης, μας επιτρέπει την εφαρμογήν μεγάλων οικονομιών δυναμένων αισθητώς να ελαττώσωσι την δαπάνην της παραγωγής των ημετέρων προϊόντων» θα σημειώσει επικροτώντας την επιλογή του χώρου εγκατάστασης της μονάδας ο πρόεδρος της Εταιρείας, Ν. Βλάγκαλης, στην έκθεση έτους 1910 του ΔΣ προς τη Γενική Συνέλευση των μετόχων.
Στις αρχές του 20ού αι. η βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη του Πειραιά είναι εντυπωσιακή. Μοιραία αντίστοιχα και η δημογραφική. Κύματα μεταναστών από την ενδοχώρα και τα νησιά καταφθάνουν προς αναζήτησιν εργασίας. Χίλιους κατοίκους αριθμούσε το λιμάνι το 1836. Το 1907 φτάνουν τους 74.580! Εργάτες με τις οικογένειές τους που δημιουργούν οικιστικούς πυρήνες πλάι στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις για να βρίσκονται κοντά στη δουλειά. Εγκαθίστανται σε αυτοσχέδια ξύλινα παραπήγματα με στουμπωμένο χώμα για πάτωμα και τενεκεδένιες στέγες. Τα όρια του συνοικισμού νότια και ανατολικά εξαπλώνονται πέραν των βασικών ορίων των Ταμπουριών και της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου (εδώ είναι και το κοιμητήρι της περιοχής), που τον διαχωρίζει νοητά από το υπόλοιπο λιμάνι.
Πολύς ο κόσμος που μαζεύεται εδώ στην εκπνοή του 19ου αι., πολλές δουλειές, και εργάτες και ναυτικοί και ξένοι αντιπρόσωποι. Κι όπου υπάρχει μεγάλη κινητικότητα, υπάρχει και προσφορά γυναικείας συντροφιάς. Οι πόρνες στεγάζουν την παροχή των υπηρεσιών τους σε παραπήγματα στην προκυμαία του Πειραιά, εμποδίζοντας και σκανδαλίζοντας τους αθώους περιπάτους. Έτσι, ο δήμος αποφασίζει να τις γκετοποιήσει. Να τις… μαντρώσει στην περιοχή των Βούρλων, εδώ στην εσχατιά της Δραπετσώνας, πίσω από τον Άγιο Διονύσιο. Το σχέδιο οικοδόμησης των πορνείων προβλέπει μάντρα με ψηλό τοίχο, που θα περικλείει τρία διαφορετικά κτήρια, θεραπευτήριο και φυλάκιο για την αστυνομία και τη στρατιωτική φρουρά. Οι πόρτες θα ανοίγουν στις 9 το πρωί και θα κλείνουν τα μεσάνυχτα. Όλα αυτά τα… άσεμνα θα συνιστούν τον «συνοικισμό των κοινών γυναικών», κρατώντας απομονωμένες τις πεταλούδες της νύχτας και προστατεύοντας την κοινή ηθική.
Εδώ, κοντά στα κορίτσια, θα ξεκινήσουν σε λίγο (1881) τη λειτουργία τους και τα σφαγεία, μία άλλη δραστηριότητα που δεν «χωρά» στον ορατό οικιστικό πυρήνα και το 1910, η απομονωμένη περιοχή των Βούρλων, αυτή που κρύβεται πίσω από τα βιομηχανικά φουγάρα, θα «φιλοξενήσει» το κοιμητήρι του Αγίου Διονυσίου, που δεν χωράει πια στην κοντινή ακτίνα του ναού. Πορνεία, σφαγεία, νεκροταφείο. Ένα πλέγμα δραστηριοτήτων που από τη φύση τους μένουν αόρατα και ανεπιθύμητα για τους πολλούς. Αλλά υπάρχουν και οι άλλοι. Οι σκοτεινοί, οι μικρο-μεγαλοκακοποιοί, οι χασισέμποροι και χασισοπότες που βρίσκουν το ιδανικό πεδίο για να «στεγάσουν» τις επικίνδυνες δραστηριότητές τους. Οι τεκέδες ανθούν. Ο Τύπος βρίθει σχετικών δημοσιευμάτων: «Εύζωνος φονεύων χασισοπότην εις την Δραπετσώνα», «το κλαπέν χρηματοκιβώτιον ανευρέθη παρά τη Δραπετσώνα», «Γνωστός χασισοπότης νωχελώς εξηπλωμένος χθες επί της οδού Αγ. Διονυσίου παρά την Κρεμμυδαρούν διασκέδαζε μετά κτηνώδους απαθείας ρίπτων κατά των διαβατών φυσσήγια δυναμίτιδος».
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΠΑΛΙΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΙ
Η Δραπετσώνα των αρχών του 20ού αι. έχει δύο πρόσωπα, που ο Τύπος με έναν αφελή ή ύποπτο τρόπο προσπαθεί να ταυτίσει. Στο μέτωπο του Αγίου Διονυσίου ένα σμήνος κατάκοπων οικογενειαρχών προσφέρει ώρες ανθυγιεινής εργασίας στις βιομηχανικές μονάδες της περιοχής και ξεκουράζεται κάτω από τσίγκινες στέγες και πίσω από τον ναό ένας άλλος κόσμος, σκοτεινός, συναλλάσσεται με τζόγο, ναρκωτικά και όπλα.
Το 1914, στο λιμάνι καταπλέει ατμόπλοιο με 1.400 πρόσφυγες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου από τη Ραιδεστό της ανατολικής Θράκης. Οι Αρχές τούς εγκαθιστούν σε σκηνές στον χώρο ανάμεσα στο νεκροταφείο και τα πορνεία των Βούρλων. Εκεί κοντά, σε ακτίνα βολής, θα δημιουργηθεί σε λίγο και το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου. Τα προσφυγικά κύματα αυξάνονται και οι μεταδοτικές ασθένειες που κουβαλούν οι δυστυχείς ξεριζωμένοι απειλούν ολόκληρο τον συνοικισμό της περιοχής. Τους πρώτους μήνες του 1922, 800 οικογένειες Καυκάσιων προσφύγων εγκαθίστανται -με κρατική υπόδειξη- πλάι στο εργοστάσιο λιπασμάτων. Στον τόπο τους, που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν, συνεχίζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, που ακολούθησαν της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με την εκστρατεία της Ουκρανίας. Αρχικά μένουν σε αντίσκηνα και πολύ γρήγορα τα μετατρέπουν σε καλύβες από άχυρο και χώμα για να προστατευτούν από το κρύο και την υγρασία. Σε ρεπορτάζ του της 24ης Απριλίου του ’22, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει για τις απάνθρωπες συνθήκες, υπό τις οποίες ζουν οι πρόσφυγες, χωρίς νερό και φως, χωρίς σχολείο για τα παιδιά, χωρίς γιατρό και φροντίδα.
Στις 7 Ιουνίου, 7.000 πρόσφυγες περιμένουν τη σειρά τους στο λοιμοκαθαρτήριο του Αη Γιώργη και στις 11 του ίδιου μήνα ο αριθμός τους ξεπερνά τους 10.000! Αρκετοί είναι ύποπτοι χολέρας και περισσότεροι δυσεντερίας. Δεκάδες πλοιάρια με υψωμένη την κίτρινη σημαία της καραντίνας περιμένουν στη μπούκα του λιμανιού να ξεφορτώσουν προσφυγιά. Αλλά όσοι κρίνονται «καθαροί» και πατούν στεριά, δεν έχουν πού να σταθούν. Βρίσκουν τόπο ελεύθερο στο κοιμητήρι και στήνουν τα τσαντίρια τους πάνω στους τάφους!
«Η κυβέρνησις ευρέθη απέναντι ενός αληθούς αιφνιδιασμού όταν ήρχισαν να καταπλέουν εκ του Ευξείνου ατμόπλοια κομίζοντα πρόσφυγας Έλληνας εκ Ρωσσίας, οι οποίοι ουδόλως ανεμένεντο», σημειώνει, σε ομιλία του στη Βουλή τον Ιούνιο του 1922, ο υπουργός Εσωτερικών, Νικόλαος Στράτος.
Τώρα πια διαγιγνώσκεται κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Βλέπεις, όσο οι εσωτερικοί μετανάστες κατοικούσαν σε παραπήγματα πλάι στα φουγάρα των βιομηχανιών κινδύνευαν «μόνον» οι ίδιοι… Τώρα ο κίνδυνος διαγράφεται και για τον υπόλοιπο Πειραιά. Το τοπικό έντυπο «Χρονογράφος» δημοσιεύει με ενθουσιώδη σχόλια την πρόταση του υπουργικού συμβουλίου να μεταφερθούν οι πρόσφυγες στη Μακρόνησο, όπου επίσης υπάρχει πρόβλεψη για λειτουργία λοιμοκαθαρτηρίου. Από τα μέσα του χρόνου χιλιάδες ψυχές αποβιβάζονται στο νησί. Εκατοντάδες δεν θα καταφέρουν να αναρρώσουν. Στην εκπνοή της «επέλασης» από τον Καύκασο, ο Τύπος κάνει λόγο για 1.200 νεκρούς πρόσφυγες. Ο αριθμός δεν επιβεβαιώνεται από την κυβέρνηση. Και δεν έχει αρχίσει ακόμη η προσφυγιά από την Ιωνία…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΚΤΗ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο Πειραιάς -όπως άλλωστε και όλα τα ελληνικά λιμάνια- υφίσταται ένα δεύτερο, πολύ ισχυρότερο «προσφυγικό σοκ». Στο λιμάνι και στον γειτονικό όρμο του Κερατσινίου, 35 ατμόπλοια και ένα υπερωκεάνιο αφήνουν περισσότερους από 40.000 πρόσφυγες της Ιωνίας. Είναι άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι, ρακένδυτοι, που έζησαν μία περιπέτεια 12 ημερών οργώνοντας τη θάλασσα έως ότου βρουν λιμάνι που θα τους δεχθεί. Με μπόγους στα χέρια και χαμένο βλέμμα αναζητούν τόπο να ξαποστάσουν. Σε μια αποθήκη, μια καλύβα, μια πλατεία, στο προαύλιο μιας εκκλησιάς, όπου. Κάποιοι εγκαθίστανται σε αξιοπρεπή καταλύματα του Πειραιά. Αυτοί έχουν τον τρόπο τους. Ο Τύπος «διαχωρίζει» τους πρόσφυγες σε εύπορους και άπορους: «Δια των ατμοπλοίων Γένουα και Αμαζονία αφίχθησαν εις Πειραιά χθες δύο χιλιάδες πρόσφυγες εκ Μικρασίας. Εκ τούτων 1.500 ήσαν εύποροι, οι δε λοιποί άποροι…» – «Εμπρός» 31 Αυγούστου 1922. Οι περισσότεροι, βεβαίως, θα έρθουν τις επόμενες ημέρες και δεν θα έχουν στον ήλιο μοίρα… Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει το «Ελεύθερο Βήμα», έως τις 28 Σεπτεμβρίου φτάνουν στον Πειραιά 40.240 πρόσφυγες. Από αυτούς κάποιοι λίγοι στην αρχή θα προωθηθούν στην Αθήνα, αρκετοί θα σφηνώσουν στις ακτές του Κερατσινίου και τις εργατο-γειτονιές της Δραπετσώνας πλάι στα εργοστάσια και οι υπόλοιποι όπου βρουν.
Κυβέρνηση και Τοπική Αρχή προσπαθούν να βρουν λύσεις για να αποσυμφορηθούν από το δραματικό ανθρωπομάνι οι πλατείες και το λιμάνι της πόλης. Επιτάσσουν αγροικίες, κτήματα, αποθήκες νοσοκομείων, μοναστηριακά οικήματα, θέατρα και στεγάζουν οικογένειες. Ο χειμώνας έρχεται άγριος. Τον Νοέμβριο του ’22 ιδρύεται το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) με μόνη αρμοδιότητα την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα της στέγασης των προσφύγων. Διαχειρίζεται κονδύλια που προέρχονται από τα δημόσια ταμεία και εράνους και κατασκευάζει οικήματα σε οικόπεδα του Δημοσίου στον Πειραιά και την Αθήνα, δημιουργώντας νέες γειτονιές, προσφυγογειτονιές (Καισαριανή, Νέα Ιωνία, Βύρωνα, Κοκκινιά…).
Στη Δραπετσώνα, πλάι στα βιομηχανικά φουγάρα, το Ταμείο θα υψώσει 320 οικίσκους, στους οποίους θα εγκατασταθούν κάμποσες, αλλά όχι αρκετές, οικογένειες. Οι υπόλοιποι πρόσφυγες, αναζητώντας τα πατήματά τους, θα βιώσουν συνθήκες δραματικές. Η Δραπετσώνα είναι από τους πολυπληθέστερους αυτοσχέδιους προσφυγικούς καταυλισμούς και τον επέλεξαν άποροι πρόσφυγες, ελπίζοντας πως θα βρουν δουλειά στα εργοστάσια της ακτής. Από επίσημη καταμέτρηση, το 1927 προκύπτει ότι 13.700 οικογένειες ζουν εδώ σε άθλιες συνθήκες, εγκατεστημένες σε παράγκες φτιαγμένες από πηλό και σανίδια, καλυμμένες με τενεκέδες και κομμάτια πισσόχαρτο, που δεν αρκούν να συγκρατήσουν τη βροχή. Τα παιδιά στοιβάζονται σε αυτοσχέδια κρεβάτια που πατούν σε υγρό έδαφος και παίζουν σε λασπωμένους δρόμους, όπου καταλήγουν αγωγοί λυμάτων. Ρυμοτομία δεν υπάρχει, δρόμοι δεν υπάρχουν, διευθύνσεις επίσης. Κάθε παράγκα έχει γραμμένο με ασβέστη έναν αριθμό. Αυτή είναι η διεύθυνση της κάθε οικογένειας.
Το… δάσος των παραπηγμάτων αναφέρεται για πρώτη φορά ως «Κρατικός Αστικός Προσφυγικός Συνοικισμός» σε υπουργικές αποφάσεις του 1927, του ’28 και του ’30, όπου μπαίνει το θέμα της απαλλοτριώσεως «αναγκαστικώς λόγω δημοσίας ανάγκης». Βασικά, αυτό που προέχει για την πολιτεία δεν είναι τα αυθαίρετα οικήματα, αλλά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των οικοπέδων. «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκτάσεων κειμένων εν Πειραιεί παρά την θέσιν Δραπετσώνα προς εγκατάστασιν προσφύγων» τιτλοφορείται η υπουργική απόφαση, που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ αριθμ. 132, στις 3/11/1930. Μέσω των τριών αποφάσεων απαλλοτριώνονται συνολικά 245.899 τ.μ. στον συνοικισμό της Δραπετσώνας. Τα οικόπεδα ανήκουν, κυρίως, σε μεγαλοβιομηχάνους και μεγαλοιδιοκτήτες γης, κάποιοι εκ των οποίων αρνούνται την υπουργική απόφαση και καταθέτουν ενστάσεις, θέτοντας εαυτούς στο στόχαστρο του Τύπου. «Η απέραντη έκτασις επί της εποχής των χασισοποτών δεν προκαλούσε το ενδιαφέρον κανενός ιδιοκτήτου ή οικοπεδοφάγου. Έμεινε χέρσα και άγονη, λημέρι απρόσβλητο των αέργων και των κοινωνικών καθαρμάτων. Όταν όμως εγκατεστάθησαν οι πρόσφυγες, όταν η Δραπετσώνα και τα Ταμπούρια αρχίνισαν να παίρνουν κάποια ζωή, τότε το τέρας της ανθρώπινης απληστίας εσκέφθη ότι το έρημο έδαφος έχει αξία και πρέπει να προστατευθή…», υπογράφει, σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Η ψυχή και η τραγωδία της Ανατολής» στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα», ο Μιχαήλ Ροδάς στις 27/9/1928.
Στο μεταξύ, μία απογραφή τον Μάιο του 1928, αποκαλύπτει ότι μόνον στα δύο τ.χλμ. των επτά βασικών συνοικιών της Δραπετσώνας (Βούρλα, Καλοκαιρινού, Λιπάσματα, Νεκροταφείο, Πυριτιδαποθήκη, Σφαγεία και κέντρο Δραπετσώνας) κατοικούν 36.485 άνθρωποι, δηλαδή 18.242 άνθρωποι ανά τ.χλμ. Την ίδια στιγμή, η πυκνότητα των προσφυγικών καταυλισμών της Καισαριανής και της Νέας Ιωνίας είναι 2.052/τ.χλμ. και 3.265/τ.χλμ., αντίστοιχα. Στη μύτη του Πειραιά, για χρόνια, οι άνθρωποι ζουν στοιβαγμένοι, χωρίς ύδρευση και αποχέτευση! Φωτίζουν τις παράγκες τους με λάμπες πετρελαίου και κεριά, μαγειρεύουν σε καμινέτα, πλένονται με νερό που μαζεύουν από τις κοινόχρηστες βρύσες, αποπατούν σε δημόσιες τουαλέτες. Όχι ότι δεν θα ‘θελαν καλύτερες συνθήκες, αλλά είναι η μοίρα που τους έσπρωξε να κολλήσουν εδώ. Προσδοκία για εργασία στα διπλανά εργοστάσια, εδώ αποβιβάστηκαν κατάκοποι και απελπισμένοι έχοντας εξαντλήσει και τα τελευταία αποθέματα της αντοχής τους, εδώ βρήκαν τα αυτοσχέδια εργατικά παραπήγματα και τους δόθηκε η εντύπωση του ελλιπούς ελέγχου τήρησης της νομιμότητας, εδώ, είπαν, θα επιβιώσουν αόρατοι και άρα ανεμπόδιστοι από τους υπολοίπους κατοίκους του λιμανιού. Και τώρα ζουν μέσα στη λάσπη ανασαίνοντας τους ρύπους που αφήνουν οι καμινάδες, σε απόσταση αναπνοής από τις προειδοποιήσεις της πυριτιδαποθήκης, μιας στρατιωτικής εγκατάστασης υψηλού κινδύνου: «Προσοχή! Μη ρίπτετε σιγάρα και πυρεία! Κίνδυνος θάνατος! Περπατείτε 4 μέτρα μακράν του συρματοπλέγματος!».
Δεν έχουν επιλογή από το να τα καταφέρουν. Το μεροκάματο για τους άντρες στα εργοστάσια είναι κατά κανόνα βαρύ και φτηνοπληρωμένο, αλλά κι οι γυναίκες τους δεν στέκουν άπραγες. Κάποιες δουλεύουν μοδιστρική στο σπίτι, άλλες στήνουν μικροεπιχειρήσεις, ψιλικά και τέτοια, σ’ έναν χώρο του παραπήγματος κι άλλες με τους γιους τους αποτολμούν έναν καφενέ με δυό τραπέζια και λίγες κουτσές καρέκλες. Για καμμιά δεκαετία από την άφιξή τους τα αντέχουν όπως τα βρήκαν. Δύο διαφορετικοί κόσμοι, μεροκαματιάρηδες οικογενειάρχες από τη μια, χασισοπότες και κακοποιοί από την άλλη, ζουν μπερδεμένοι σε μία ιδιότυπη ισορροπία.
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΛΥΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΙ ΕΝΑ ΣΚΩΤΣΕΖΙΚΟ ΝΤΟΥΣ…
Ώσπου οργανώνονται σε δυναμικούς συλλόγους όταν η πολιτεία αποφασίζει να βρει «λύσεις» στα προβλήματά τους. Έχουν ήδη αρχίσει να ενοχλούν διεκδικώντας τη διοικητική αυτονόμηση της περιοχής τους. Να αποκοπούν από τον Δήμο Πειραιά, να γίνουν κοινότητα. Βλέπεις, η μερίδα του λέοντος από τα 8.500.000 που εισπράττει ο Δήμος Πειραιά κάθε χρόνο ως τέλη από τις βιομηχανικές μονάδες της περιοχής πάει σε έργα βιτρίνας της πόλης κι εκείνοι ζουν ακόμα σαν τα ποντίκια. Εργάτες και πρόσφυγες ζητούν να γίνουν κοινότητα, να διαχειρίζονται εκείνοι τα τέλη των εργοστασίων, να εξανθρωπίσουν τον τόπο τους, να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Σημαντικό κομμάτι του Τύπου είναι με το μέρος τους. «Ο μέγας και πολυάνθρωπος αυτός συνοικισμός είνε ένα σφάλμα. Τα σπίτια τρώγλες της χείριστης μορφής. Οι άνθρωποι εργατικοί, τίμιοι, πράοι, ταπεινοί και γι αυτό καταφρονημένοι», δημοσιεύει σε ρεπορτάζ της 8ης Φεβρουαρίου του 1931 ο «Ελεύθερος Άνθρωπος».
Οι λύσεις, που προτείνονται, δεν είναι λύσεις… Προβλέπουν την απομάκρυνσή τους, αλλά χωρίς βραχυπρόθεσμο πλάνο αποκατάστασης.
«Μας ζητάτε να γκρεμίσουμε τις παράγκες μας. Εύκολο είναι. Με μια βαριά κι ένα φτυάρι δεν θα μείνει τίποτα. Θα φτιάξετε, λέτε, εδώ σπίτια. Μα στο μεταξύ, εμείς πού θα μείνουμε; Προβλέπετε, λέτε, ένα ποσό για την κάθε οικογένεια. Να νοικιάσουμε σπίτια. Νομίζετε δεν θέλουμε να μπούμε σε σπίτια; Νομίζετε δεν θέλουμε να συμμαζευτούμε; Μα, το ποσό που λέτε, δεν μας φτάνει για ενοίκιο στον χρόνο που χρειάζεστε για να στήσετε τα δικά μας σπίτια. Τι θα κάνουμε; Πού θα στεγάσουμε τις οικογένειές μας μέχρι τότε;».
Οι πρόσφυγες έχουν δίκιο. Δίκιο έχει και το κράτος που ζητά την αποκατάστασή τους και το συμμάζεμα της περιοχής. Αλλά για να γίνει αυτό το τελευταίο χρειάζονται πολιτική σταθερότητα, γενναίες αποφάσεις και χρήμα, στοιχεία που αυτή την εποχή και για κάμποσο καιρό ακόμα θα στερείται η Ελλάδα. Θα έρθει η δικτατορία του Μεταξά, θα έρθει ο πόλεμος, θα έρθει ο εμφύλιος και οι πρόσφυγες θα μεγαλώνουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους μέσα στις παράγκες της Δραπετσώνας. Χωρίς νερό, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς αποχέτευση. Πότε με τα εργατικά συσσίτια των βιομηχανιών, πότε με έκτακτες ενισχύσεις του δήμου και επιδόματα.
Το Ιούλιο του 1949, η άτυπη επιτροπή των κατοίκων της Δραπετσώνας καλεί σε συλλογή υπογραφών για ένα αίτημα που δεν ξεχάστηκε στον χρόνο. Τη διοικητική αυτονόμηση της περιοχής. Συγκεντρώνονται 2.000 και πλέον υπογραφές, γίνονται δυναμικές μαζώξεις και κινητοποιήσεις, συναντήσεις με κυβερνητικά στελέχη κι επιτέλους το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει το αίτημα των κατοίκων. Στις 3 Μαρτίου του 1950 στο ΦΕΚ αριθμ. 73 δημοσιεύεται το σχετικό Βασιλικό Διάταγμα, το οποίο λίγες μέρες μετά, στις 14 Αυγούστου, άνευ λόγου, ανακαλείται και η Δραπετσώνα επιστρέφει στον Πειραιά, γεγονός που αποτυπώνεται και στο ΦΕΚ της 28ης Αυγούστου! Οι κάτοικοι αντιδρούν δυναμικά. Αδυνατούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί. Στις 7 Σεπτεμβρίου εκδίδεται νέο Βασιλικό Διάταγμα, που επικυρώνει την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου περί διοικητικής αυτονόμησης της Δραπετσώνας! Το… σκωτσέζικο ντους οφείλεται στο ελληνικό δαιμόνιο. Στην πρώτη απόφαση ουδεμία αναφορά υπήρχε τόσο στα όρια της νεοσύστατης κοινότητας όσο και στη διαδικασία με την οποία αυτά θα προσδιορίζονταν.
Η κοινότητα συστήνεται, αλλά χωρίς… προίκα. Δεν της δίδονται χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό ούτε τμήμα από τα ανταποδοτικά τέλη, που εισέπραττε ο δήμος τα προηγούμενα χρόνια. Ασφαλώς, ούτε υποδομές σε κτήρια ή μηχανήματα ούτε προσωπικό.
Η κοινοτική Αρχή καταφεύγει στους βιομηχάνους: «Σας υποβάλλωμεν θερμότατην παράκλησιν, γνωρίζοντες το ενδιαφέρον της Εταιρείας σας δια την Δραπετσώνα».
Οι περισσότεροι βιομήχανοι ανταποκρίνονται στο αίτημα. Η Σελ δωρίζει 20 κενά βαρέλια βενζίνης και η Στάνταρ Όιλ άλλα 20. Θα χρησιμοποιηθούν ως κάδοι απορριμμάτων έως ότου παραληφθούν κανονικοί κάδοι. Η εταιρεία Μπαζλ-Χριστοδούλου παραχωρεί 100 μεγάλα τσιμεντένια τούβλα για την κατασκευή κοινόχρηστου αποχωρητηρίου και η ΑΓΕΤ έναν τόνο τσιμέντο για άλλα έργα. Δύο εκατομμύρια δραχμές συγκεντρώνουν και δωρίζουν στη Δραπετσώνα οι αυτοκινητιστές της Γραμμής Λιπασμάτων. Θα δαπανηθούν σε εκδρομές των προσφυγόπαιδων.
…ΣΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ΠΙΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΖΩΗ…
Οι βιομήχανοι ανταποκρίνονται στα αιτήματα των προσφύγων, αλλά οι σχέσεις τους, στην πραγματικότητα αυτή η σχέση είναι εύθραυστη. Τα εργοστάσια προσφέρουν εργασία, κάνουν δωρεές, καταβάλλουν τέλη, αλλά ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα. Οι μαύροι καπνοί από τα φουγάρα, τα αποθέματα του σιδηροπυρίτη που φέρνει από τα Λιπάσματα ο αέρας στο εσωτερικό της κάθε γειτονικής παράγκας, τα τοξικά αέρια που απελευθερώνονται, η δυσοσμία και η σκόνη επιβαρύνουν διαρκώς τη ζωή των γειτόνων, που παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό θνησιμότητας. «…Φεύγαμε μπουλούκι από τη γειτονιά οι συμμαθητές το καλοκαίρι και μέναμε όλη μέρα στη θάλασσα (σσ. στα «βοτσαλάκια», στο λιμάνι των Φωρών). Μόνο τις Πέμπτες δεν πηγαίναμε, γιατί η θάλασσα ήταν κόκκινη. Τα Λιπάσματα τις Πέμπτες ρίχνανε στη θάλασσα κάτι, τα απόβλητά τους, κάποια μόνο ουσία, δεν ξέρω… και η θάλασσα γινόταν κατακόκκινη σαν αίμα», θα διηγηθεί το 2009, σε συνέντευξή του, ο κάτοικος της περιοχής Μερκούρης Κυραμαργιός.
Έχει πάει πια 1960 και οι κάτοικοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να παρατείνουν τη ζωή τους στην περιοχή. Θέμα μετακίνησης των εργοστασίων δεν τίθεται και συνεπώς εκείνοι είναι που πρέπει να απομακρυνθούν. Έτσι κι αλλιώς, καθ’ όλη τη δεκαετία του ’50 παρατηρείται σταδιακή μείωση του πληθυσμού της περιοχής. Μέσω προγραμμάτων αποκατάστασης, κάποιοι πρόσφυγες έχουν μετακινηθεί στο γειτονικό Κερατσίνι, που ναι μεν βρίσκεται μακρύτερα από τις καμινάδες, αλλά σε απόσταση που να διευκολύνει την πρόσβαση των εργατών. Κάποιοι άλλοι πάλι, που κατάφεραν να κάνουν ένα ισχνό κομπόδεμα, αναζήτησαν σπιτάκια σε άλλες συνοικίες του Πειραιά. Το 1953, σε συνέντευξή του, ο υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, Χρ. Σολωμονίδης, παρουσιάζει κυβερνητικό πρόγραμμα στέγασης των προσφύγων της Δραπετσώνας, περιγράφοντας με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση: «Το αίσχος των απερίγραπτων τρωγλών της Δραπετσώνας πρέπει να εκκαθαρισθεί, διότι είναι όνειδος και στίγμα του ελληνικού πολιτισμού».
Ένας νέος κύκλος διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους παραπηγματούχους ανοίγει, αλλά δεν ευοδώνεται. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει διαθέσιμος άλλος χώρος για τη στέγασή τους, η πολιτεία ζητεί να αποχωρήσουν έως ότου χτιστούν σ’ αυτήν την ίδια περιοχή πολυκατοικίες με ευρύχωρα διαμερίσματα, που θα τους στεγάσουν. Όμως αυτοί κρατούν το όνειρό τους ζωντανό. Δεν τους νοιάζει τι μέγεθος θα έχει το σπίτι. Τους νοιάζει να έχουν έναν κήπο, νερό τρεχούμενο και τουαλέτα. Θέλουν σπιτάκια μ’ έναν κηπάκο, έναν μπαξέ… Η πολιτεία επαναλαμβάνει ότι ο εγκεκριμένος προσφερόμενος τόπος δεν επαρκεί για διαχωρισμό τόσων οικοπέδων που το καθένα θα φιλοξενεί κι από ένα σπίτι.
Το 1960 η κατάσταση φτάνει στο απροχώρητο. Η κυβέρνηση εκδίδει φετφά. Στις 14 Σεπτεμβρίου λήγει η προθεσμία για το γκρέμισμα των παραπηγμάτων. Έως τότε οι κάτοικοί τους καλούνται να προσέλθουν στις αρμόδιες υπηρεσίες να δηλώσουν τα στοιχεία τους, να εισπράξουν τις αποζημιώσεις τους και να αδειάσουν τις παράγκες τους. Εκείνοι δεν φεύγουν. Η προθεσμία παρατείνεται και το πρωί μιας Δευτέρας, 14 Νοεμβρίου, εμφανίζονται μπουλντόζες και ξεκινούν την κατεδάφιση. Οι κάτοικοι προσπαθούν όπως μπορούν να σώσουν το ισχνό αλλά πολύτιμο βιος του. Επιτίθενται με πέτρες και ξύλα. «Ο πόλεμος της παράγκας» λαμβάνει τέλος με εισαγγελική παραγγελία. Οι μπουλντόζες αποχωρούν και τις επόμενες ώρες οι γκρεμισμένες παράγκες ξαναχτίζονται, ως κίνηση συμβολισμού.
Η αγωνία και τα βάσανα των προσφύγων εμπνέουν τον Μίκη Θεοδωράκη, που αυτή την εποχή συνεργάζεται με τον σπουδαίο Τάσο Λειβαδίτη. Η μελωδία που συνθέτει είναι λυγμός, ξεχειλίζει από πόνο και παράπονο. Τη στέλνει στον ποιητή κι εκείνος «κουμπώνει» αμέσως έναν στίχο: «Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…». Το τραγούδι θα αγαπηθεί και θα «ντύσει» το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανελλή «Η γειτονιά των αγγέλων», που θα πραγματεύεται αυτήν ακριβώς την αγωνία των προσφύγων, των ανθρώπων που έχουν κερδίσει τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο. Το μεγάλο θέμα της στέγασής τους παραμένει ανοικτό.
Τη λύση θα δώσει στην πορεία των χρόνων η ίδια η ζωή.
Τα κρατικά προγράμματα προσφυγικής αποκατάστασης θα υψώνουν τις προσφυγικές πολυκατοικίες αφήνοντας απ’ έξω τους ανθρώπους της Δραπετσώνας και αποκαθιστώντας σιγά σιγά τους υπόλοιπους πρόσφυγες της χώρας. Οι μεγάλες πλημμύρες των χειμώνων του 1961 και 1962 θα πνίξουν τον καταυλισμό στο πλάι των εργοστασίων της Ηετιώνειας Ακτής και θα αναγκάσουν τους περισσότερους κατοίκους του να εγκαταλείψουν από μόνοι τους τα παραπήγματα.
Τα τελευταία εναπομείναντα θα κατεδαφίσει η χούντα. Η εικόνα στην περιοχή θα αλλάξει, η ποιότητας ζωής θα βελτιωθεί, αλλά οι κάτοικοι θα παραμείνουν στην κοινή κοινωνική θέση τους. Εργάτες των Λιπασμάτων και των άλλων βιομηχανιών, απομονωμένοι στην άκρη του λιμανιού, θα συντηρούν για κάμποσες ακόμα δεκαετίες την εικόνα ενός ξεχωριστού κόσμου.
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ
– «Δραπετσώνα 1922-1967 / Ένας κόσμος στην άκρη του κόσμου», Ελ. Κυραμαργιού (Εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών-Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα 2019)
– «Η κοινωνική ιστορία του Πειραιά 1860-1910», Ι. Γιαννιτσιώτη (Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2006)
– «Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα» ομαδικό (Εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1999)
– Εθνική Ίδρυμα Ερευνών
– «Αυτοβιογραφία», Μ. Βαμβακάρη (Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978)
– Δήμος Κερατσινίου Δραπετσώνας
– Αρχείο εφημερίδων Τ.Α.Μανιατέα
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ