Η σιωπηλή θάλασσα: Μνήμες από τη ζωή στην Κάλυμνο και την σπογγαλιεία

Η σιωπηλή θάλασσα: Μνήμες από τη ζωή στην Κάλυμνο και την σπογγαλιεία

Στην καρδιά της Καλύμνου, όπου τα λιμάνια ήταν γεμάτα από σφουγγαράδικα και οι δρόμοι οδηγούσαν στη θάλασσα, ο Μανώλης Κουτούζης μάς ξενάγησε σε έναν κόσμο σκληρής δουλειάς, αλμύρας αλλά και απώλειας. Στα 81 του χρόνια εξακολουθεί να εργάζεται, όχι πια όπως παλιά, αλλά ως έμπορος και επεξεργαστής φυσικών σφουγγαριών, και θυμάται πώς από την εποχή της ακμής η σπογγαλιεία οδηγήθηκε σχεδόν στην πλήρη εξαφάνιση.Ο Μανώλης Κουτούζης είναι ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που έζησαν τη χρυσή εποχή της σπογγαλιείας, ένα επάγγελμα που κάποτε έκανε το νησί διάσημο και πλούσιο αλλά και στέρησε πολλές ζωές. «Εγώ γεννήθηκα το 1944. Στα 15 μου κατέβηκα πρώτη φορά στο καΐκι για να βοηθήσω τον πατέρα μου, που ήταν καπετάνιος και σφουγγαράς. Από τότε δεν άφησα ποτέ τη θάλασσα», αναφέρει μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.Η σπογγαλιεία στην Κάλυμνο έχει βαθιές ρίζες και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του νησιού για πάνω από τέσσερις αιώνες. Οι κάτοικοι των άγονων νησιών του νοτιοανατολικού Αιγαίου, Κάλυμνος, Σύμη και Χάλκη, στράφηκαν στο σφουγγάρι ως κύρια πηγή επιβίωσης. Η τέχνη τους, που περνούσε από γενιά σε γενιά, κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν τα φυσικά σφουγγάρια άρχισαν να εξαφανίζονται από τη Μεσόγειο.Το σφουγγάρι έβγαλε το νησί από τη φτώχεια«Η Κάλυμνος δεν είχε τίποτα άλλο να προσφέρει τότε. Το σφουγγάρι ήταν η μόνη πηγή πλούτου. Οι Καλύμνιοι άφηναν τα σπίτια τους και έμπαιναν στα καΐκια με τίμημα τη ζωή τους. Υπήρχαν παιδιά που δεν γνώρισαν ποτέ τον πατέρα τους. Γεννήθηκαν όσο εκείνος έλειπε για τα σφουγγάρια και δεν γύρισε ποτέ πίσω».Θυμάται μια σκηνή από τα παιδικά του χρόνια, που δεν ξέχασε ποτέ: «Ήμουν μικρός και πήγα με έναν συμμαθητή μου να χαιρετήσουμε τον πατέρα του, που ήταν καπετάνιος και ετοιμαζόταν να σαλπάρει με το σφουγγαράδικο. Μια μάνα έκλαιγε στην προβλήτα γοερά. Σα να το ‘νιωθε. Ο γιος της ήταν ένα παλικάρι 22 χρονών. Έφευγε να βουτήξει. Δεν ξαναγύρισε. Πέθανε στο πρώτο του ταξίδι».Από τις καταδύσεις στο εμπόριοΑπό τη δεκαετία του 1950 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Κάλυμνος γνώρισε οικονομική άνθηση.«Οι σφουγγαράδες έβγαζαν τότε τριπλάσια κέρδη από τους ψαράδες. Το χειμώνα στο νησί είχαμε μπουζούκια, διασκέδαση, λεφτά. Το σφουγγάρι έδινε ζωή σε όλους», θυμάται ο κ. Κουτούζης.Μεγαλώνοντας, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του αλλά χάραξε και τη δική του πορεία.«Άνοιξα δουλειές στην Αμερική. Έχω γυρίσει σχεδόν όλες τις πολιτείες. Πήγα στις Μπαχάμες, στη Φλόριντα, εκεί που οι Κουβανοί έβγαζαν σφουγγάρια. Τα έφερνα στην Ελλάδα, τα επεξεργαζόμουν και τα έστελνα στην Ιαπωνία. Δούλεψα με τη Μόσχα, με την Ταϊλάνδη, με όλη την Τουρκία. Τώρα συνεργάζομαι κυρίως με τη Λιβύη και την Τυνησία. Ταξιδεύω ακόμα με τους δυο γιους μου, που έχουν αναλάβει τη δουλειά και συνεχίζουν το επάγγελμα. Κάθε ταξίδι κρατάει γύρω στις είκοσι μέρες».«Οι διαπραγματεύσεις ήταν πάντα σκληρές», λέει. «Πολλοί έχουν χρεοκοπήσει. Εγώ συνέχιζα, γιατί αυτό ήξερα να κάνω».Η τέχνη και ο κίνδυνος του δύτη«Οι δύτες έπρεπε να είναι νηστικοί. Ο καπετάνιος δεν τους άφηνε να βάλουν ούτε μια ελιά στο στόμα πριν βουτήξουν. Αν έτρωγες κάτι, κινδύνευες να πάθεις παράλυση στα μεγάλα βάθη. Έχω δει να βουτάνε στα 70 μέτρα χωρίς φαγητό από το πρωί».«Τα σφουγγάρια βρίσκονταν από τα 5 μέτρα και κάτω, αλλά τα καλά ήταν βαθιά, στα 30 με 60 μέτρα. Εκεί βρίσκονταν τα λεγόμενα «καπαδικά». Τα άλλα είδη που ξεχωρίζουν οι σφουγγαράδες είναι τα «λαγόφυτα», τα «φίνα» και ο «μανταπάς». Το 70% των σφουγγάρων που δουλεύουμε σήμερα είναι καπάδικα», λέει ο κ. Κουτούζης.Ο πλούτος και οι θυσίες«Έχασα φίλους. Έναν 27χρονο, έναν 20χρονο, έναν 47χρονο. Ήταν επικίνδυνο επάγγελμα, αλλά έδινε πολλά λεφτά. Μπορούσες να αλλάξεις τη ζωή σου. Στην Κάλυμνο υπήρχαν έμποροι που ήταν από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου».Ένας από αυτούς, θυμάται, ήταν ο ευεργέτης Νικόλαος Βουβάλης, ο οποίος δώρισε, μεταξύ άλλων, στο νησί τη Ναυτική Σχολή και το Νοσοκομείο, όλα «φτιαγμένα από τα λεφτά του σφουγγαριού».Η Πορσελάνη και το σφουγγάρι«Οι Γερμανοί και οι Τσεχοσλοβάκοι αγόραζαν τεράστιες ποσότητες σφουγγαριών. Τα χρησιμοποιούσαν στην παραγωγή πορσελάνης, στη διαδικασία του καλουπώματος, για να πάρουν τα σωστά σχήματα. Ήταν βασικό υλικό στη βιομηχανία τους. Μετά βέβαια το φυσικό σφουγγάρι το αντικατέστησαν με το συνθετικό που είναι πολύ πιο φθηνό».Το 1986: η χρονιά που πέθαναν τα σφουγγάρια«Το 1986 ήρθε η καταστροφή. Ξαφνικά τα σφουγγάρια άσπρισαν, αρρώστησαν. Κανείς δεν ήξερε τι τα χτύπησε, λένε ότι έφταιγαν τα χημικά και η ρύπανση. Από τότε, στη Μεσόγειο οι φυσικοί πληθυσμοί των σφουγγαριών έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, ενώ ελάχιστα σφουγγαράδικα επιβιώνουν ακόμα σε πολύ περιορισμένες περιοχές. Το νησί έπαθε τεράστια ζημιά. Εγώ τότε ήμουν 42 χρονών, έχασα το επάγγελμά μου».Η καταστροφή του 1986 θεωρείται σήμερα σημείο καμπής. Οι πληθυσμοί των φυσικών σφουγγαριών δεν ανέκαμψαν ποτέ πλήρως. Σήμερα σφουγγάρια σε μεγάλες ποσότητες βγαίνουν κυρίως σε περιοχές της Λιβύης και της Τυνησίας, απ’ όπου οι έμποροι, όπως ο κ. Κουτούζης, τα προμηθεύονται για επεξεργασία και εξαγωγή.Η παρακμή και η μνήμη«Την εποχή του πατέρα μου, το 80% των Καλυμνίων ασχολούνταν με το σφουγγάρι. Άλλοι βουτούσαν, άλλοι εμπορεύονταν, άλλοι τα επεξεργάζονταν. Ήμασταν 30.000 άνθρωποι στο νησί. Τώρα είμαστε λιγότεροι από 18.000. Μετά το ’90 αρχίσαμε να ασχολούμαστε με τον τουρισμό. Μέχρι τότε, το σφουγγάρι ήταν όλη μας η ζωή».Ο Μανώλης Κουτούζης συνεχίζει να ταξιδεύει. Παίρνει τα σφουγγάρια από τη Βόρεια Αφρική, τα επεξεργάζεται στην Κάλυμνο και τα στέλνει σε Ευρώπη, Κίνα και Ιαπωνία.«Το φυσικό σφουγγάρι είναι ακριβό είδος, αλλά δεν συγκρίνεται με το συνθετικό. Είναι πιο ευχάριστο στο σώμα, κρατάει μέχρι και πέντε χρόνια. Και είναι κομμάτι της θάλασσας, κάτι που δεν θα το αντικαταστήσει ποτέ κανείς».

Loading

Play