Ανακαλύψτε ποιοι τομείς στην Ελλάδα σκοπεύουν να προχωρήσουν σε αυξήσεις μισθών για τους εργαζομένους τους. Το αυξανόμενο κόστος ζωής στην Ελλάδα έχει καταστήσει τη διαβίωση των νοικοκυριών ολοένα πιο δύσκολη, καθώς οι μισθοί των εργαζομένων δεν αυξάνονται με ρυθμούς που να ανταγωνίζονται τον πληθωρισμό. Η ακρίβεια πλήττει τα εισοδήματα και το ζήτημα των μισθών παραμένει ανοιχτό. Σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται το ερώτημα ποιες επιχειρήσεις σκοπεύουν να προχωρήσουν σε αυξήσεις μισθών.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ, η βιομηχανία κατατάσσεται πρώτη, με ποσοστό 79,4% των επιχειρήσεων να σχεδιάζουν αύξηση μισθών. Στη συνέχεια ακολουθούν οι τομείς κατασκευών με 66,7% και υπηρεσιών με 60,2%. Επιπλέον, οι τομείς μεταφορών, αποθήκευσης και ενέργειας δείχνουν αυξημένα ποσοστά αυξήσεων με 54,2%, καθώς και η ξενοδοχειακή και εστίαση με 52,0%. Στον αντίποδα, χαμηλότερα ποσοστά αναμένονται στο εμπόριο με 38,8%, κυρίως στους πολύ μικρούς επιχειρηματίες.
Αναφορικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων, οι διαφοροποιήσεις είναι αξιοσημείωτες: 8 στις 10 μεγάλες επιχειρήσεις (άνω των 100 εργαζομένων) θα προσφέρουν αυξήσεις, ενώ μόλις 25,1% των μεσαίων επιχειρήσεων (50-99 εργαζομένων) δηλώνει την πρόθεση αυτή. Στις μικρές επιχειρήσεις (10-49 εργαζόμενοι), το ποσοστό ανέρχεται στο 35,8%, ενώ στις πολύ μικρές (1-9 εργαζόμενοι) φτάνει το 54,7%.
Στους κύριους λόγους που επικαλούνται οι επιχειρήσεις για τις προγραμματισμένες αυξήσεις, η πλειονότητα (62,3%) αναφέρει την επιβράβευση της απόδοσης, ακολουθούμενη από την ανάγκη διατήρησης προσωπικού (47,4%). Αξιοσημείωτο είναι ότι μόλις το 17,6% επικαλείται την αυξημένη παραγωγικότητα ως αιτία για τις αυξήσεις.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ανέφερε ότι η ευελιξία στην εργασία μπορεί να οδηγήσει σε αυξήσεις μισθών, επισημαίνοντας ότι οι μισθοί δεν μπορούν να αυξηθούν εάν δεν υπάρχει αντίστοιχη αύξηση στην παραγωγικότητα. «Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι χαμηλοί επειδή έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα,» τόνισε, προσδιορίζοντας την παραγωγικότητα της χώρας σε μόλις 38 ευρώ ανά ώρα εργασίας, σε σύγκριση με 80 ευρώ στη Γερμανία και 151 ευρώ στη Δανία. Όπως δήλωσε, το πρόβλημα της χαμηλής αγοραστικής δύναμης μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη βελτίωση της παραγωγικής βάσης.
Πηγή περιεχομένου: in.gr