«Τη χτυπούσε, της έπαιρνε τα χρήματα, τις κάρτες της. Δεν εργαζόταν ποτέ. Ο στόχος του ήταν πώς να ζήσει από τα επιδόματα», κατέθεσε η δύστυχη μητέρα.
Μια φωτογραφία από το μνήμα της Κυριακής Γρίβα, το οποίο ήταν καλυμμένο με λουλούδια και γεμάτο εικόνες που αποτύπωναν στιγμές της ζωής της, κρατούσε στα χέρια της η μητέρα της, Δέσποινα Καλέα, καθώς στεκόταν μπροστά στον άνθρωπο που κατηγορείται για το θάνατό της. Τη ζωή μιας 28χρονης γυναίκας, η οποία δολοφονήθηκε με πέντε μαχαιριές έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων από τον πρώην σύντροφό της.
«Αυτό είναι το δώρο μου για τη γιορτή της», είπε με φωνή που έτρεμε, δείχνοντας τη φωτογραφία στον κατηγορούμενο. Εκείνος κράτησε τη φωτογραφία για αρκετή ώρα. Την κοίταξε προσεκτικά. Ίσως για πρώτη φορά να συνειδητοποίησε τόσο ωμά το απόλυτο αποτέλεσμα των πράξεών του. Όταν τελικά άφησε τη φωτογραφία δίπλα του, η μητέρα ξέσπασε: «Μην την αφήνεις! Είναι ιερή! Να την έχεις κάδρο εκεί που θα πας!».
Η κατάθεση της Δέσποινας Καλέα δεν ήταν μια απλή αφήγηση γεγονότων. Ήταν μια κραυγή. Ήταν όλος ο πόνος μιας μάνας που έχασε το παιδί της με τον πιο φρικτό τρόπο. Ήταν και μια έκκληση για δικαίωση. «Εύχομαι να καείς στην κόλαση… Αμαρτία που το λέω, μα το λέω με την ψυχή μου. Να μην βρεις τόπο να σταθείς», φώναξε στον κατηγορούμενο.
Με δάκρυα και λυγμούς μίλησε στο δικαστήριο για το πώς έμαθε για τη δολοφονία. Ήταν η 1η Απριλίου. Η ζωή της άλλαξε σε μία στιγμή. «Είχα μόλις γυρίσει από το σχολείο, είχα αφήσει το παιδί μου. Άκουσα για έγκλημα στην τηλεόραση, χωρίς ονόματα. Με πήρε ο πρώην άντρας μου και μου είπε τι έγινε. Και μετά… σκοτάδι».
Είχε δει την κόρη της μόλις την προηγούμενη μέρα. Είχαν πάει μαζί στο καινούργιο σπίτι της. Σχεδίαζαν, έβαζαν τα πράγματα στη θέση τους. Η Κυριακή είχε αποφασίσει να ζήσει μόνη της. Είχε πάρει την απόφαση να φύγει από τη σχέση που, όπως αποκαλύφθηκε, ήταν χρόνια κακοποιητική. «Μου είπε “έχω φτάσει στα όριά μου, δεν μπορώ άλλο να είμαι η καλή. Θέλω να ξεφύγω”. Είχε κουραστεί».
Η μητέρα περιέγραψε έναν άνδρα χειριστικό, βίαιο, που κακοποιούσε την Κυριακή σωματικά και ψυχολογικά. «Τη χτυπούσε, της έπαιρνε τα χρήματα, τις κάρτες της. Δεν εργαζόταν ποτέ. Ο στόχος του ήταν πώς να ζήσει από τα επιδόματα. Και κάθε φορά, μετά από ξύλο, έφερνε πεσκέσια, ζητούσε συγγνώμη».
Η πρόεδρος τη ρώτησε πότε άρχισε να ανησυχεί. “Από την αρχή”, είπε. “Απλώς τότε, δεν ήθελε να το δει ούτε η ίδια. Όταν της έδωσε τα πρώτα χαστούκια γιατί της μίλησε ένας συμμαθητής της, μου το περιέγραψε σαν κάτι ρομαντικό. «Ζηλεύει, άρα μ’ αγαπάει». Της είχε πει: “Είσαι αποκλειστικά δική μου. Δεν θα σε πάρει κανένας άλλος”».
Οι φωτογραφίες που παρουσίασε η μάρτυρας στο δικαστήριο έδειχναν χαμογελαστές στιγμές από γιορτές, αγκαλιές, μια φαινομενικά ήρεμη σχέση. Η πρόεδρος σχολίασε πως «φαίνεται ένα συμπαθητικό αγόρι». Η μητέρα της Κυριακής, ωστόσο, ήταν κατηγορηματική: «Αυτό που βλέπετε δεν είναι η αλήθεια. Στις φωτογραφίες φαίνεται χαμόγελο, αλλά η ψυχή ήταν μαύρη. Κανείς δεν φανταζόταν το τέλος. Ούτε εγώ».
Στρέφοντας το βλέμμα στην έδρα, είπε: «Εσείς, όταν θελήσετε, θα πάρετε τηλέφωνο τα παιδιά σας, θα τα αγκαλιάσετε, θα τα φιλήσετε. Εγώ πηγαίνω στο μνήμα της για να την “αγκαλιάσω”. Αυτός της στέρησε το δικαίωμα να ζει, να γιορτάζει, να χαίρεται. Και τώρα έρχεται να μιλήσει για ψυχική διαταραχή. Εκεί είναι η “θεραπεύτρια” που είπε ο συνήγορός του. Στο μνήμα! Εκεί κατάφερε να την πάει».
Η δίκη συνεχίζεται.