Και μόνο λόγω φάτσας δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος ή να μην κάνει μία τεράστια καριέρα ως κωμικός, αν και ξεκίνησε σε δραματικούς ρόλους, κυρίως «κακών» χαρακτήρων. Ο Γουόλτερ Ματάου, ένας από τους σημαντικότερους καρατερίστες του Χόλιγουντ, θα φτάσει στην κορυφή, αναπτύσσοντας μία απίστευτη χημεία με τον ανεπανάληπτο Τζακ Λέμον, με τον οποίο συμπρωταγωνίστησαν σε δέκα ταινίες και φτιάχνοντας ένα τρομερό ντουέτο, που ακόμη και σήμερα θεωρείται ανώτερο από ονομαστά κινηματογραφικά δίδυμα, όπως Μπινγκ Κρόσμπι και Μπομπ Χόουπ, Ντιν Μάρτιν και Τζέρι Λιούις ή Άμποτ και Κοστέλο.
Ο Γουόλτερ Ματάου, γνωστός για «το παραπλανητικό του πρόσωπο», αυτή την μπρουτάλ φάτσα, που δεν χρειαζόταν κανένα τρικ ή εφέ για να καταλάβεις ότι σκέφτηκε μια πονηράδα ή ότι θέλει να χειραγωγήσει τον Τζακ Λέμον, να περάσει το δικό του. Παίζοντας με το βλέμμα, αλλά πολλές φορές και με όλο του το τεράστιο ατσούμπαλο σώμα, θα είναι ασυναγώνιστος ως «απατεώνας». Άλλωστε με το φιλμ του Μπίλι Γουάιλντερ «Ένας Υπέροχος Απατεώνας» θα λάβει και το πρώτο του Όσκαρ, παραδίδοντας μία υπέροχη ερμηνεία, ξεπερνώντας και τον εκπληκτικό συμπρωταγωνιστή του Τζακ Λέμον.
Έχοντας συμπληρωθεί 25 χρόνια από τον θάνατό του (1 Ιουλίου 2000), είναι ευκαιρία να θυμηθούμε τις σημαντικότερες στιγμές του στη μεγάλη οθόνη, να γνωρίσουμε τα δύσκολα φτωχικά του χρόνια, αλλά και τον χρόνιο εθισμό του στον τζόγο.
Ο Γουόλτερ Ματάου θα γεννηθεί την 1η Οκτωβρίου 1920 στο Λόουερ Ιστ Σάιντ της Νέας Υόρκης. Ήταν ο μεσαίος σε τρεις γιους, που είχαν οι φτωχοί Εβραίοι γονείς του, η μητέρα Λιθουανή εργάτρια σε εργοστάσιο ενδυμάτων και ο πατέρας ουκρανικής καταγωγής και πλανόδιος πωλητής.
Ο πατέρας του, σύμφωνα με διήγηση του Ματάου, θα «εξαφανιστεί» όταν αυτός ήταν τριών ετών και ο μεγαλύτερος αδελφός του πέντε. Το μόνο που θα μάθει για τον πατέρα του, είναι ο θάνατός του το 1935. Ως παιδί θα μεγαλώσει σε μεγάλη φτώχεια, σε μια πολυκατοικία όπου έμεναν Ουκρανοί και δεν είχε ούτε ζεστό νερό, ενώ αναγκάστηκε μαζί με τη μητέρα του να την εγκαταλείψει, όταν ο σπιτονοικοκύρης τους απείλησε με έξωση, καθώς «έτρεχαν» κάτι ενοίκια. Όπως είπε, δεν είχε καμία νοσταλγία για την παιδική του ηλικία, «ήταν ένας τρομερός φρικτός, βρωμερός εφιάλτης».
Aγόρι ακόμη, θα πάει σε μια εβραϊκή δωρεάν κατασκήνωση, όπου άρχισε να παίζει σε παραστάσεις τα σαββατόβραδα στα Γίντις, ενώ αναγκάστηκε να δουλέψει και ως ταμίας σε περίπτερο. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ματάου θα υπηρετήσει ως ασυρματιστής σε ένα βομβαρδιστικό στην Αγγλία και μάλιστα, ήταν στην ίδια μοίρα με τον Τζέιμς Στιούαρτ. Πραγματοποίησε αποστολές στη μάχη των Αρδενών, ενώ το 1945 θα επιστρέψει στις ΗΠΑ, με τον βαθμό του Λοχία, με τον οποίο αποστρατεύτηκε.
Το όνειρό του να γίνει ηθοποιός, θα ξεκινήσει από το Δραματικό Εργαστήριο του Νέου Σχολείου, με δάσκαλο τον πολιτικοποιημένο Γερμανό σκηνοθέτη Έρβιν Πισκάτορ. Θα μπει στο θέατρο δημιουργώντας αίσθηση ακόμη και σε ολιγόλεπτες εμφανίσεις, ενώ στη συνέχεια θα πάρει σημαντικούς ρόλους και θα τιμηθεί με το βραβείο Tony το 1962 στο έργο «A Shot in the Dark».
Στον κινηματογράφο θα κάνει το ντεμπούτο του το 1955 στο γουέστερν «The Kentuckian», με τον Μπαρτ Λάνκαστερ, παίζοντας έναν σαδιστή με μαστίγιο. Θα ακολουθήσει ακόμη ένας ρόλος κακού στο αξιόλογο δράμα «King Creole», όπου ξυλοφορτώνει τον πρωταγωνιστή Έλβις Πρίσλεϊ. Το 1963 θα έρθει και η πρώτη του μεγάλη επιτυχία παίζοντας τον ραδιούργο δολοφόνο στο ρομαντικό ανάλαφρο θρίλερ «Ραντεβού στο Παρίσι», με πρωταγωνιστικό ζευγάρι Κάρι Γκραντ και Όντρεϊ Χέπμπορν. Στο φιλμ αυτό, που θα σταθεί εμπορική επιτυχία, παίζουν και άλλοι σημαντικοί καρατερίστες – μεταξύ τους Τζέιμς Κόμπερν και Τζορτζ Κένεντι – αλλά ο Ματάου θα ξεχωρίσει.
Με τον Τζακ Λέμον θα συναντηθεί το 1963, στη θαυμάσια κωμωδία του Μπίλι Γουάιλντερ «Ένας Υπέροχος Απατεώνας». Μια ξεκαρδιστική κωμωδία, στην οποία ο Ματάου υποδύεται έναν μηχανορράφο, που πείθει τον Λέμον να προσποιηθεί τον παράλυτο για να πάρουν μία τεράστια αποζημίωση από την ασφάλεια. Ο ρόλος αυτός θα του δώσει το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου και θα απογειώσει τη φήμη του ως ντουέτο με τον Τζακ Λέμον.
Η ερμηνεία του στο υπέροχο θεατρικό έργο του Νιλ Σάιμον «The Odd Couple» το 1965, θα του δώσει τον ρόλο στη μεταφορά του έργου στον κινηματογράφο, με τίτλο «Ένα Παράξενο Ζευγάρι», δίπλα στον Τζακ Λέμον, δύο χρόνια αργότερα, μία τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Μια ξεκαρδιστική κωμωδία χαρακτήρων, όπου ο Τζακ Λέμον είναι ένας νευρωτικός μικροβιοφοβικός και εκείνος ένας χύμα γλεντζές, ατημέλητος αθλητικογράφος.
Το 1974, θα πρωταγωνιστήσει και πάλι με τον Τζακ Λέμον στην εξαιρετική κωμωδία «Η Πρώτη Σελίδα», και πάλι σε σκηνοθεσία του Μπίλι Γουάιλντερ. Μια ξεκαρδιστική σάτιρα για τον Τύπο, τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης και τη ματαιοδοξία. Ευφυέστατοι διάλογοι, με ιδανικό τάιμινγκ, περίτεχνη πλοκή και βεβαίως, ένα ανεπανάληπτο πρωταγωνιστικό ζευγάρι.
Θα ακολουθήσουν ακόμη αρκετές ταινίες, απ’ τις οποίες ξεχωρίζουν «Τα Φιλαράκια» (με τον Λέμον), «Οι Πειρατές» (του Ρομάν Πολάνσκι) και «Ερωτική Εξίσωση» (ο Ματάου στον ρόλο του Αϊνστάιν). Το 1998, στην τελευταία του ταινία, ο Ματάου θα συναντηθεί για μια τελευταία φορά με τον Λέμον, στη χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις κωμωδία «Ένα Παράξενο Ζευγάρι σε Θεότρελο Ταξίδι», απ’ το οποίο κρατάς τη συγκινητική τους εμφάνιση, σε μεγάλη ηλικία.
Ο Γουόλτερ Ματάου, που είχε μία ήσυχη προσωπική ζωή (δυο γάμους και τρία παιδιά), ως χαρακτήρας, όμως, ήταν πιο κοντά σε αυτόν που υποδύθηκε στο «Παράξενο Ζευγάρι», καθώς ήταν εθισμένος στον τζόγο και μανιώδης καπνιστής. Μάλιστα, όπως είχε εξομολογηθεί, το 1961 σε ένα γύρισμά του στη Φλόριντα θα χάσει ένα τεράστιο ποσό ποντάροντας σε αγώνες μπέιζμπολ, ένα ποσό που αποκάλυψε ότι χρωστούσε στη μαφία και δυσκολεύτηκε να αποπληρώσει, ενώ μες στη δεκαετία του ’70 θα αρχίσει να μειώνει τα στοιχήματά του αν και οι απώλειές του ήταν καθημερινές και όχι ασήμαντες.
Ο Ματάου, θα υποστεί την πρώτη του καρδιακή προσβολή το 1966, ενώ γύριζε τον «Ένα Υπέροχο Απατεώνα» και τελικά θα καταλήξει το 2000 και πάλι από καρδιακή προσβολή, την τρίτη κατά σειρά. Θα αφήσει πίσω του τον καλύτερο φίλο και στενότερο συνεργάτη του, τον Τζακ Λέμον, αλλά και μια σειρά από εκπληκτικές ερμηνείες, που πολλοί θα προσπαθήσουν – μάταια – να μιμηθούν.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ