Καζαντζάκης, ο άνθρωπος που πάλεψε με τα σκοτάδια του για να βρει μια στάλα φως – Εξήντα οκτώ χρόνια από τον θάνατο του «γιου του Ψηλορείτη»

Καζαντζάκης, ο άνθρωπος που πάλεψε με τα σκοτάδια του για να βρει μια στάλα φως – Εξήντα οκτώ χρόνια από τον θάνατο του «γιου του Ψηλορείτη»

Της Τόνιας Α. Μανιατέα

«Στις κουβέντες μας ο προδότης των ελληνικών θεσμών λαχταρούσε αδιάκοπα για την Ελλάδα, ο άθεος αγωνιούσε να βρη και να σώση τον Θεό του, ο ανήθικος φλεγόταν από Αρετή, ο πουλημένος κουκουές ήταν φλογερός εραστής της Ελευθερίας»…

Σε έναν τιμητικό αποχαιρετισμό στον Νίκο Καζαντζάκη, που έχει αποδημήσει λίγες μέρες πριν -ένα Σαββατιάτικο πρωινό του Οκτωβρίου του 1957- ο δημοσιογράφος, μεταφραστής και λογοτέχνης Μάριος Πλωρίτης δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ελευθερία» την τελευταία συνάντησή του με τον εκλιπόντα «γιο του Ψηλορείτη», τρία χρόνια πριν, στην Αντίμπ της Γαλλίας.

Εκείνος ο άνθρωπος, λοιπόν -καθώς λέει ο δημοσιογράφος- που η ηλικία, ο στοχασμός, η αγωνία, οι αρρώστιες είχαν σκάψει τη μορφή του, αλλά δεν τον είχαν δαμάσει, ήταν απολύτως συνεπής με όσα είχε χαράξει στο χαρτί. Ό,τι είχε γράψει ήταν η κραυγή του αίματος και του νου του. Το πνεύμα του ακούραστο αντιμετώπιζε θαρραλέα τη σκιά και τον θάνατο που τον πλησίαζαν. Ο ποιητής ονειρευόταν το γράψιμο, ονειρευόταν τα ταξίδια.

– Η Ελλάδα είναι η μεγάλη μάνα. Δεν έχει σημασία αν βρίσκομαι μακριά της. Την έχω μέσα μου και πιο πολύ την Κρήτη. Όμως, θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί να με θάψουνε. Το χώμα της Κρήτης έφτιασε το αίμα μου. Αυτό θέλω να το πιει…

Δεν «θα καταφέρει» να αφήσει την τελευταία του πνοή στην Κρήτη του. Θα φύγει στην πανεπιστημιακή κλινική του γερμανικού Freiburg. Το σώμα του, όμως, θα μεταφερθεί στο Ηράκλειο, όπου κατά την επιθυμία του θα αναπαυτεί για να ξοφλήσει το ιερό χρέος… να μεταγγίσει το αίμα του στην κρητική γη.

Αυτός. Ο Νίκος Καζαντζάκης. Αυτός που προτάθηκε εννέα φορές για βραβείο Νόμπελ. Αυτός που τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης. Ο ακαταπόνητος στοχαστής, ο ανεξάντλητος γραφιάς, ο ακούραστος ταξιδιώτης, ο ανήμερος ερευνητής. Που αγάπησε τον Marx, τον Bergson, τον Nitze, τον Lenin, τον Βούδα, τον Χριστό κι έναν Έλληνα εργάτη ονόματι Γιώργο Ζορμπά… «Ανένταχτος πολιτικά, ανένταχτος γλωσσικά, ανένταχτος λογοτεχνικά, ανένταχτος θρησκειολογικά και θεολογικά, ανένταχτος ακόμη και φιλοσοφικά» θα γράψει η πανεπιστημιακός Αγαθή Μαρκάτη, επειδή την ερμηνεία του έργου του δυσχεραίνουν όχι μόνον ο όγκος και τα είδη που υπηρέτησε, αλλά και οι διαφορετικές αξιολογήσεις, που έχουν διατυπωθεί γι’ αυτό.

ΕΝΑΣ ΓΑΜΟΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ

Βλέπει το φως της ζωής ένα φθινοπωρινό πρωινό του 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όταν στο νησί, μετά και την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού στο μεγαλύτερο τμήμα του, πνέει αέρας ανεξαρτησίας. Είναι ήδη 14 χρόνων όταν με την έκρηξη της τελευταίας κρητικής επανάστασης, η οικογένεια Καζαντζάκη -ο αυταρχικός Μιχάλης με την «αγία γυναίκα» σύζυγό του Μαρία, τις δύο κόρες και τον μοναχογιό τους (ακόμα ένα αγόρι έχει πεθάνει σε βρεφική ηλικία)- μεταβαίνει στη Νάξο, όπου ως το 1899 ο Νίκος φοιτά στη Γαλλική Εμπορική Σχολή, διδάσκεται Γαλλικά και Ιταλικά, βυθίζεται στη γαλλική λογοτεχνία και μελετά τον δυτικό πολιτισμό.

Το 1910 τον βρίσκει στην Αθήνα να συγχρωτίζεται με μία συντροφιά λογοτεχνών, εκπαιδευτικών και πολιτευτών. Η πρωτεύουσα είναι σε μόνιμο αναβρασμό με το γλωσσικό ζήτημα. Καθαρεύουσα και δημοτική κονταροχτυπιούνται αλύπητα. Στα πανεπιστήμια, οι φοιτητές δίνουν παθιασμένους αγώνες για την επικράτηση της μιας ή της άλλης. Ίων Δραγούμης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Νίκος Καζαντζάκης, Βλάσης Γαβριηλίδης, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λορέντζος Μαβίλης κ.ά., ιδρύουν τον Εκπαιδευτικό Όμιλο για την προώθηση της δημοτικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ο Καζαντζάκης συναντά τον Σικελιανό. Γοητεύεται από τον θρησκευτικό μυστικισμό του. Η αγάπη τους για τη γνώση, τη συγγραφή, τα ταξίδια είναι κοινή. Η ματιά τους στα πράγματα ή και το έργο τους δεν μοιάζουν, αλλά ένας περίεργος μίτος τους κρατά δεμένους. Ίσως η ιδιοτροπία, η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα τους. Οι δυό τους θα ταξιδέψουν στο Άγιο Όρος και την Πελοπόννησο. Θα αποκτήσει εμπειρίες που θα του εμφυσήσουν το ενδιαφέρον για την πνευματικότητα και τον ασκητισμό. Θα τον ωθήσουν στη μελέτη του Βουδισμού. Σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι η «μετουσίωση της ύλης σε πνέμα», είναι φράση που έκτοτε χρησιμοποιεί συχνά στα γραπτά του.

Στη συντροφιά των διανοουμένων της Δεξαμενής, στο Κολωνάκι, γνωρίζει τη Γαλάτεια Αλεξίου, μία γυναίκα ιδιαίτερη. «Όμορφο κεφάλι, λαμπερά μάτια, τσουχτερό χιούμορ, απάντηση έτοιμη για όλα, αν όχι πάντα δίκαιη. Βασίλευε στη Δεξαμενή, σ΄ έναν κύκλο πιστών -ποιητές, πεζογράφοι, τεχνοκρίτες, καλλιτέχνες- που συμμερίζουνταν τις πολιτικές αγάπες και αντιπάθειές της. Συγγραφέας και η ίδια, έγραφε με μεγάλη ευκολία όλα τα είδη του λόγου και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους αριστερούς κύκλους της Αθήνας […] Η γυναίκα αυτή ανάδινε μιαν περίεργη γοητεία, που σ΄ έκανε να μην της κρατάς κακία, ακόμη και στις πιο κακές της στιγμές», θα την περιγράψει αργότερα τη Γαλάτεια η δεύτερη σύζυγος του Καζαντζάκη, Ελένη.

Ο Νίκος συζεί με τη Γαλάτεια, την Τοτώ του, αλλά όταν θα αποφασίσουν να μεταβούν στο Ηράκλειο για να παντρευτούν, θα βρουν απέναντί τους τον δεσποτικό πατέρα Καζαντζάκη. Ο Μιχάλης δεν την εγκρίνει. Μία γυναίκα δυναμική, ανεξάρτητη, με θαρραλέο λόγο, μπροστάρισσα σε ανδρικές συντροφιές, του πέφτει εξαιρετικά προχωρημένη για τον γιο του. Όμως, για τον Νίκο είναι αρκετά «η Τοτώ και μία καλύβη». Την παντρεύεται κρυφά στον ναό του κοιμητηρίου. Είναι η μόνη εκκλησία που δεν θα περνούσε από το μυαλό του πατέρα του. Επιστρέφουν στην Αθήνα και εγκαθίστανται στα Πατήσια.

Γράφει και ταξιδεύει, ταξιδεύει και γράφει, διορθώνει, συμπληρώνει, ξαναγράφει. Κατά περιόδους διαμένει στο εξωτερικό (Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία), σαν να επιχειρεί να ξεκόψει από τη σύγχρονή του ελληνική πραγματικότητα. Ρουφάει εντυπώσεις από τις γωνιές του κόσμου και τις αποτυπώνει στο χαρτί. Ο πυρήνας είναι οι ανταποκρίσεις του σε εφημερίδες, αλλά αυτές οι καταγραφές δεν έχουν ευκαιριακό χαρακτήρα. Δείχνουν πνεύμα παρατηρητικό, ανήσυχο, στοχαστικό. Δείχνουν άνθρωπο που αναζητά νοήματα. Ακόμα και οι μεταφράσεις του κορυφαίων έργων της παγκόσμιας φιλολογίας (Dante, Faust, Όμηρος) δεν είναι απλή μεταφορά λέξεων από μία γλώσσα σε άλλη. Είναι σχολιασμός. «Θα έλεγε κανείς πως γράφονται κυρίως για τον ίδιο και όχι για οποιονδήποτε άλλο αναγνώστη», παρατηρεί ο αείμνηστος πανεπιστημιακός Λίνος Πολίτης.

Ο… ΑΘΕΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΑ ΠΑΝΤΟΥ ΤΟΝ ΘΕΟ

Συνθέτει δράμα και ποίηση. Το πάθος του για τη σύνθεση τον τοποθετεί στην ίδια χορεία με τον Παλαμά. Αλλά ο Κρητικός κινείται παγκόσμια και λιγότερο ελληνοκεντρικά από εκείνον. Το μυαλό του δεν ησυχάζει, η ψυχή του βασανίζεται από αγωνίες και θεμελιακά ερωτήματα. Αναζητά τη λύτρωση στη γνώση, στα ταξίδια, στην επαφή με τους ανθρώπους. Τον τυραννούν θρησκευτικές ανησυχίες, εμβληματικές μορφές. Ειδικά η μορφή του Χριστού. «Αυτή η ένωση η τόσο μυστηριώδης και τόσο πραγματική του ανθρώπου και του Θεού», όπως γράφει σε επιστολή του προς τον συγγραφέα Max Tau, τον ακολουθεί εμμονικά σε όλη τη διαδρομή του. Αυτή θα τον οδηγήσει αργότερα και σε σύγκρουση με τον κλήρο.

Στα έργα του συνυπάρχουν ο Nitze, ένας αισθητικός ιδεαλισμός, μία ισχυρή αίσθηση σύγχρονου ελληνισμού με ρίζες στη λαϊκή παράδοση κι ένας θαυμασμός για την εν δυνάμει ζωτικότητα του προλεταριάτου, που όμως δεν τον καθιστά δέσμιο πολιτικά. Θαυμάζει τον Μαρξ, αλλά ελάχιστα οφείλει στην οικονομική θεωρία του. Περισσότερα μοιράζεται με τη ρητορική του Παλαμά και του Βάρναλη, παρά με τη ματιά του πατέρα του Κεφαλαίου. «Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί και ιδρώτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ΄ ανώγια και στα κατώγια της γης και φοβερίζει», γράφει το 1922 στην περίφημη «Ασκητική» του, ένα κείμενο σύντομο, συμπυκνωμένο, που -όπως ο ίδιος λέει- είναι ο σπόρος απ΄ όπου βλαστάνει όλο το έργο του. Ως κείμενο μυστικιστικό περιγράφει την «Ασκητική» σε επιστολή του στη Γαλάτεια. Είναι έργο που εξηγεί τη μέθοδο να ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο έως ότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή. «Είναι πέντε κύκλοι» της γράφει. «Εγώ, ανθρωπότητα, Γης, Σύμπαντο, Θεός. Πώς θ΄ ανέβουμε όλα τούτα τα σκαλοπάτια κι όταν φτάσομε στο ανώτατο να ζήσομε όλους τους προηγούμενους κύκλους. Το γράφω επίτηδες, χωρίς ποίηση, με στεγνή, επιταχτική φόρμα». Αυτό που επιχειρεί στην «Ασκητική», είναι να αποδείξει ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας θεός, που αντιπροσωπεύει την προσωπική του ανεξαρτησία. Αυτή θα τον καταστήσει ικανό να σκαρφαλώσει από μία κλίμακα αξιών σε μία επόμενη, όταν η προηγούμενη θα καταρρέει. Η νιτσεϊκή επιρροή στο έργο του συμπυκνώνεται στο αξίωμα «το να συντρίβουμε τις παλιές αξίες είναι μία ηθική προσταγή, αν θέλουμε να γεννηθούν καινούργιες». Ο άνθρωπος εμφανίζεται να οδεύει προς την απόλυτη ελευθερία όταν καταφέρνει να αποδεσμευτεί από τα συμβατικά δεσμά του: «Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν’ αφανίζουνται, και λέω: Αυτό θέλω!.

Ξέρω τώρα· δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία».

Το 1938 κυκλοφορεί η πρώτη έκδοση της Οδύσσειας. Ένα έπος, που αυτήν τη φορά, υπογράφει ο Καζαντζάκης… Είναι έργο 24 ραψωδιών και 33.333 στίχων! Ο φίλος του συγγραφέα, καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, Παντελής Πρεβελάκης, σημειώνει τότε ότι πρόκειται για υπεράνθρωπη προσπάθεια του Καζαντζάκη να αξιοποιήσει την απέραντη πνευματική πείρα του. Αυτό εξηγεί και την έκτασή της. Μόνο που ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη βγαίνει στην αναζήτηση του Θεού, ενώ εκείνος του Ομήρου στην αναζήτηση της πατρίδας του.

«ΟΧΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ»

Στο ελληνικό κοινό γίνεται ιδιαίτερα γνωστός για τα επτά μυθιστορήματα, που γράφει τις δεκαετίες ’40 και ’50, μεσόκοπος πια, στα πρόθυρα της τρίτης ηλικίας. «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946) είναι το πρώτο του και μυθοποιεί ένα πραγματικό πρόσωπο, έναν λαϊκό πρωτόγονο τύπο από τη Μακεδονία, με τον οποίο συνεργάστηκε το 1916 σε μία επιχείρηση μεταλλείων στη Μάνη. Η πλοκή εξελίσσεται στην Κρήτη, αλλά ο πρωταγωνιστής είναι αυτός ο ίδιος Μακεδόνας, που ξεχειλίζει από ζωική ορμή. Ο Καζαντζάκης στέκεται απέναντι στη δράση και παρατηρεί τον ήρωά του με κάποια ζήλεια.

Τόσο ο Ζορμπάς όσο και τα επόμενα έργα του μεταφράζονται σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες (τις περισσότερες φορές εκδίδονται πρώτα σε ξένη γλώσσα κι ύστερα στην ελληνική), σχολιάζονται ευρύτατα, μεταφέρονται στο θέατρο ή στην τηλεόραση. Ως αρτιότερα -μετά τον Ζορμπά- αξιολογούνται «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948) και ο «Καπετάν Μιχάλης» (1950). Στο πρώτο, σ’ ένα ελληνικό χωριό της Ανατολής, οι κάτοικοι αναπαριστάνουν θεατρικά τα ευαγγελικά πρόσωπα, ταυτιζόμενοι εντέλει με τα πρόσωπα που υποδύονται. Ο Χριστός του έργου, ο βοσκός Μανολιός, θα «ξανασταυρωθεί» στο όνομα της αγάπης και του δικαίου. Ο «Καπετάν Μιχάλης» από την άλλη, «ανασταίνει» το Ηράκλειο των παιδικών χρόνων του Καζαντζάκη και κυρίως τους αγώνες των Κρητικών για τη λευτεριά. Ο βασικός ήρωας, ο δυνάστης πατέρας του Νίκου, Μιχάλης, εμφανίζεται λιγότερο ως αγωνιστής για την απελευθέρωση και περισσότερο ως ενσάρκωση ηρώων ιστορικά δικαιωμένων (του Οδυσσέα ή του Καποδίστρια), στην πραγματικότητα ως ενσάρκωση της ψυχής του ίδιου του συγγραφέα. «Όχι ελευθερία ή θάνατος – ελευθερία και θάνατος», είναι τα τελευταία λόγια του ήρωα και είναι απολύτως «καζαντζακικά».

ΣΤΟ… ΕΔΩΛΙΟ «Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Το 1952 εκδίδεται πρώτα στη Νορβηγία και τη Σουηδία «Ο τελευταίος πειρασμός», κείμενο που θα πυροδοτήσει τις λάβρες αντιδράσεις της Εκκλησίας. Το έργο εστιάζει στα τελευταία χρόνια της ζωής του Ιησού, ο οποίος παρουσιάζεται ως απλός ξυλουργός (κατασκευαστής, μάλιστα, των σταυρών που χρησιμοποιούν οι Ρωμαίοι για τις εκτελέσεις των Εβραίων επαναστατών) και αρνείται επίμονα να αναλάβει την αποστολή της ανθρώπινης σωτηρίας, αλλά τελικά αποφασίζει να υποταχτεί στο θείο θέλημα. Η ιστορία εξελίσσεται λίγο-πολύ κατά τις ευαγγελικές αφηγήσεις, έως τη στιγμή της σταύρωσης. Ενώ βρίσκεται στον σταυρό, ο Ιησούς ανοίγει τα μάτια του και βλέπει ότι έχει μεταφερθεί κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο και ένας άγγελος του λέει ότι ο Θεός αποφάσισε να τον σώσει και να του επιτρέψει να ζήσει μία φυσιολογική ανθρώπινη ζωή. Πολλά χρόνια μετά, ο γερασμένος Ιησούς έρχεται αντιμέτωπος με τους μαθητές του, που τον κατηγορούν για προδοσία και λιποταξία. Συνειδητοποιεί ότι ο άγγελος που του ανήγγειλε τη σωτηρία από τον σταυρό ήταν ο Σατανάς – ο τελευταίος πειρασμός. Ανοίγει τα μάτια του και, βλέποντας ότι ακόμη είναι επάνω στον σταυρό, καταλαβαίνει ότι όλα ήταν ένα όνειρο.

Ο συγγραφέας βάζει τον Ιησού να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις ανθρώπινες ιδιότητες, την αμφιβολία, τη λαγνεία, την οργή, τον φόβο και στη θεϊκή υπόστασή του, δικαιώνοντας, εντέλει, τη δεύτερη.

Πριν ακόμα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα ο «Τελευταίος Πειρασμός», η Ιερά Σύνοδος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αθήνα αποφασίζει να απαγορεύσει όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη στη χώρα, υποστηρίζοντας πως το βιβλίο «περιέχει κακές συκοφαντίες κατά του Θεοειδούς προσώπου του Ιησού Χριστού», ενώ στη Ρώμη, ο Πάπας εγγράφει τον «Τελευταίο Πειρασμό» στη λίστα των απαγορευμένων βιβλίων του Βατικανού. Ο Καζαντζάκης απαντά με τη φράση του Τερτυλλιανού: «Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση (Ad tuum, Domine, tribunal apello)».

Το βιβλίο εκδίδεται στα Ελληνικά και κυκλοφορεί στην Ελλάδα το 1955. Δεκαετίες μετά, ένας νέος κύκλος αφορισμών και απαγορεύσεων θα ανοίξει με τη μεταφορά του έργου στη μεγάλη οθόνη. «Η ομορφιά της ιδέας του Καζαντζάκη είναι ότι ο Ιησούς πρέπει να ανέχεται όλα όσα περνάμε οι άνθρωποι. Τις αμφιβολίες και τους φόβους και τον θυμό. Με έκανε να νιώθω πως αμαρτάνει, αλλά δεν αμαρτάνει. Είναι απλώς άνθρωπος, όσο και θεός. Και πρέπει να αντιμετωπίσει όλη αυτή τη διπλή, τριπλή ενοχή στο σταυρό», θα δηλώσει τότε (1988) ο σκηνοθέτης της κινηματογραφικής προσαρμογής, Μάρτιν Σκορσέζε.

«Τα γραπτά του Καζαντζάκη ως προς το θέμα του Θεού αποκλίνουν από το μοντέρνο αίτημα της εξελικτικής θεολογίας, που αναζητά αντανακλάσεις της ανθρώπινης μορφής στον Θεό. Αντίθετα, ο Καζαντζάκης παραπονιέται πως συχνά εξανθρωπίζουμε / ανθρωποποιούμε τον Θεό, αντί να θεοποιούμε τον άνθρωπο», σημειώνει η κ. Μαρκάτη.

Σε κάθε περίπτωση, η σαφής θέση του Καζαντζάκη για το θέμα συμπυκνώνεται στη φράση «ο Θεός αγάπη εστί», κι αν η αγάπη είναι θεωνυμία, με αυτόν τον τρόπο θα ήθελε ο ίδιος να μετέχει της ουσίας του Θεού. Με κοινωνία αγαπητική, όπου τα πρόσωπα ανταλλάσσουν τις αγαθές ιδιότητές τους και όπου επιθυμεί να χωρέσει και ο ίδιος.

ΕΚΤΕΘΗΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΝΟΣΟ ΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ

Τίποτε δεν είναι απλό στο μυαλό του, τίποτε εύκολο στη ζωή του. Μεταπηδά από τόπο σε τόπο και αντλεί «γύρη», όπως η μέλισσα από λουλούδι σε λουλούδι. Μελετά προσεκτικά θεωρίες της εποχής του, αφομοιώνει ή απορρίπτει. Γνωρίζει ανθρώπους, φιλτράρει, αγαπά και δεν αγαπά. Συνθέτει και κατακερματίζει μέσα του στοχασμούς. Ακόμη και η σχέση του με το θήλυ είναι σύνθετη. Σχέση θαυμασμού, πάθους και φόβου. Βυθισμένος στα δαιδαλώδη μονοπάτια των φιλοσοφικών ρευμάτων, την ανάπτυξη των οποίων βιώνει και συχνά αφομοιώνει ταξιδεύοντας και ζώντας στη Δύση την εποχή που αυτά γεννιούνται, «κλοτσάει» ακόμη κι αυτό το ορμέμφυτο της σαρκικής επαφής. Όταν στη Βιέννη, το 1922, εμφανίζει ένα αποκρουστικό παραμορφωτικό οίδημα στο πρόσωπο, ο γιατρός του και μαθητής του Freud, W. Stekel, κάνει τη διάγνωση: «masque de sexualite» (η μάσκα της σεξουαλικότητας). Κατά την ερμηνεία του αείμνηστου πανεπιστημιακού, ψυχιάτρου Πέτρου Χαρτοκόλλη, πρόκειται για τη «νόσο των ασκητών», ένα ψυχοσωματικό σύνδρομο, που έχει συνδεθεί με τον αγώνα των ασκητών ενάντια στις σεξουαλικές ορμές τους και τον πειρασμό. «Ο Καζαντζάκης είναι ένας άνθρωπος του οποίου η ζωή και τα γραπτά καθοδηγούνται από τη μυστικιστική αναζήτηση της αγάπης, της ειρήνης και του Θεού ως μια παγκόσμια αχρονική δύναμη», εκτιμά ο καθηγητής.

Η σχέση του με τη γυναίκα, λοιπόν, περνάει μέσα από το φίλτρο της κατατυραννισμένης φιλοσοφικής ματιάς του. Είναι το αντικείμενο της λίμπιντο που για εκείνον ερμηνεύεται ως απειλή, πίσω από την οποία υποκρύπτεται φόβος που αποτρέπεται με το να αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως αγία, εξαϋλωμένη. Η ζωή του, το έργο του πλημμυρίζουν από τέτοιες μορφές. Η μάνα του, οι θηλυκές συνοδοιπόροι του, η Αγία Τερέζα στις περίφημες Τερτσίνες του, η αδελφή Κλάρα στον Φτωχούλη του Θεού («κι εγώ, αδελφή Κλάρα, όταν σε βλέπω, μου φαίνεται πως η Εύα δεν αμάρτησε ποτέ της»), αλλά και η Κατερίνα – Μαγδαληνή στον ξανασταυρωμένο Χριστό του, είναι μία αγιοποιημένη γυναίκα. «…Μόνο εσένα ξεχωρίζω και θα ΄θελα να μπορούσα όλη τούτη τη μάταιη, ακατανόητη στιγμή να την κάνω αθάνατη. Το πρόσωπό σου θα ΄θελα πάντα να βλέπω, αιώνια να μη χαθεί από τα μάτια μου όλη η δύναμη, η ζωή, ο έρωτας του προσώπου σου. Είσαι το μόνο άγιο πρόσωπο μέσα στο χάος του Θεού. Δεν ξέρω να λέω λόγια τρυφερά, δεν ξέρω πώς να σου μιλήσω για να νιώσεις για μια στιγμή πόσο σ΄ αγαπώ…», γράφει στην «αγιοποιημένη» Γαλάτεια σε κάποια από τις δημοσιοποιημένες προσωπικές επιστολές του, από το εξωτερικό, όπου ταξιδεύει μανιωδώς αναζητώντας το νόημα του όντος, του Θεού, της ζωής. Η στάση του είναι δυσανάγνωστη. Σαν να κρατά επίτηδες μακριά το πρόσωπο του πόθου του, για να ενισχύει τη λαχτάρα και να επιβεβαιώνει την «τρομακτική ιερότητα» με την οποία το περιβάλλει. Αλλά η Γαλάτεια είναι μία γυναίκα που πατά στιβαρά στη γη και εκφράζει τα παράπονά της για τη συνεχή απουσία του. «Έκαμα τον λογαριασμό και μάζεψα από δω κι από κει σαν κουρελάκια τους μήνες που έζησες σπίτι μας στα δεκατέσσερα χρόνια της συμβίωσής μας. Ε, λοιπόν, ξέρεις πόσα χρόνια είμαστε κοντά; Όλα-όλα τέσσερα», του απαντά.

Θα χωρίσουν μετά από 15 χρόνια γάμου. Η πορεία του χρόνου έδειξε πως ο ένας δεν χωράει στον άλλον ή καλύτερα δεν χωρούν κι οι δυο μαζί στη σχέση. Η Γαλάτεια θα «καταγγείλει» τον σύζυγό της για σεξουαλικό αποκλεισμό μετά τον γάμο τους, εξαιτίας του ασκητισμού του με στόχο τη «θέωση». Ο ίδιος θα ονομάσει την αποχή «εκούσια και προγραμματισμένη υπέρβαση του ερωτικού ενστίκτου, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ανώτερες και πνευµατικότερες ορμές και επιδιώξεις».

Τον Μάιο του 1924, λίγο πριν τον χωρισμό του από τη Γαλάτεια, ο 40χρονος Καζαντζάκης γνωρίζει τη 21 χρόνων Ελένη Σαμίου, την «ευτυχία της ζωής» του, όπως θα πει ο ίδιος λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Για είκοσι και πλέον χρόνια συζούν σε Αθήνα, Παρίσι, Αίγινα και μόλις το 1945 αποφασίζουν να παντρευτούν. Ο γάμος γίνεται στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση με κουμπάρο τον Άγγελο Σικελιανό.

Το 1957 κάνει ένα μακρύ ταξίδι στην Κίνα κι από κει σε Σκανδιναβία κι ύστερα Ιαπωνία, όπου στο δεξί χέρι του διαπιστώνεται κακοφορμισμένο οίδημα, που το απειλεί με ακρωτηριασμό. Οι γιατροί το αποδίδουν στον εμβολιασμό, στον οποίο έπρεπε να υποβληθεί πριν το ταξίδι. Μεταφέρεται στη Γερμανία και εισάγεται στην πανεπιστημιακή κλινική του Freiburg. Το χέρι του σώζεται. Το πρόβλημα ξεπερνιέται. Προσωρινά. Γιατί προσβάλλεται από ασιατική γρίπη κι αυτή δεν καταφέρνει να τη νικήσει. Φεύγει σαν αύριο, 26 Οκτωβρίου. Η σορός του μεταφέρεται στο Ηράκλειο, όπου τίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Ενταφιάζεται στην Τάπια Μαρτινέγκο, στα βενετσιάνικα τείχη της πόλης. Στο πέτρινο μνήμα χαράζεται ως επίγραμμα η ουσία της Ασκητικής: Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

– «Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνία», Λ. Πολίτη (Εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2020)

– «Φιλοσοφική και ερμηνευτική προσέγγιση στην Ασκητική του Καζαντζάκη» Αγ. Μερκάτη (Αθήνα ΕΚΠΑ 2004)

– «Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία» R. Beaton (Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996)

– «Οι φιλοσοφικές καταβολές του έργου του Καζαντζάκη» Κ. Καρατάσου (Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008)

– Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού

– «Οι χρονοτόποι ορισμένων χαρακτήρων στον Καπετάν Μιχάλη», Κλ. Παπαδερού (Επιστήμες Αγωγής, Θεματικό Τεύχος 2017)

– «Χρόνος και Αχρονικότητα» Π. Χαρτοκόλλη (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006)

– «Νίκος Καζαντζάκης, ο ασυμβίβαστος» Ελ. Καζαντζάκη (Εκδ. Διόπτρα, Αθήνα 1998)

– «Επιστολές προς τη Γαλάτεια» Ελ. Αλεξίου (Εκδ. Δίφρος, Αθήνα 1993)

– «Για να γίνει μεγάλος» Ελ. Αλεξίου (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004)

– «Καπετάν Μιχάλης» Ν. Καζαντζάκη (Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2017)

– «Ασκητική» Ν. Καζαντζάκη (Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2009)

– «Ο τελευταίος πειρασμός» (Εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2012)

– Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος

Loading

Play