«Ήταν ένα πυρωμένο απομεσήμερο, βαρύ και καταθλιπτικό, όταν αφήσαμε τη Μυτιλήνη πηγαίνοντας να επισκεφθούμε ένα από τα ορεινά χωριά της νήσου, την Αγιάσσο» αναφέρει στις εντυπώσεις του από το ταξίδι του στη Λέσβο, το καλοκαίρι του 1930, ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Ουράνης. Λίγες μέρες μετά το μοναδικό αυτό δείγμα «ταξιδιωτικής λογοτεχνίας» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Μυτιλήνης που εξέδιδαν ο Θείελπις Λευκίας και ο Στρατής Μυριβήλης.
Ενενήντα πέντε χρόνια μετά, το φύλλο αυτό της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» της Λέσβου ανασύρεται από το αποθετήριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης και προσφέρει στον σύγχρονο αναγνώστη εικόνες και στιγμές του νησιού ιστορημένες από τη γραφίδα του Κώστα Ουράνη. Ο οποίος, όπως αναφέρει η διευθύντρια της Βιβλιοθήκης Μαρία Γρηγορά, «φωτίζει χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί τότε ο ίδιος, μορφές και καταστάσεις που αργότερα θα αποκτούσαν ιστορική βαρύτητα».
Η κ. Γρηγορά μεταγράφει και σχολιάζει το κείμενο του Κώστα Ουράνη.
Καθώς το αυτοκίνητο διέσχιζε τον απέραντο ελαιώνα του κόλπου της Γέρας, τα πάντα έμοιαζαν να σιγοβράζουν κάτω από το φως. Φύλλο δέντρου δεν σαλεύει, ενώ τα νερά του κόλπου φαίνονται ακίνητα και γυαλιστερά, σαν καθρέφτης που αντανακλά το φως του ήλιου. Η στενή γραφική είσοδός του θυμίζει τα φιόρδ της Νορβηγίας, μα μέσα στο λιοπύρι, η ομορφιά δεν βρίσκει χώρο.
Ο δρόμος συνεχίζεται και οδηγεί στα Κεραμειά, έναν μικρό οικισμό που πλέον έχει γίνει προσφυγικό χωριό. Ο Ουράνης σημειώνει μια σκηνή όπου νεαρές προσφυγοπούλες απλώνουν φύλλα καπνού στις αυλές, ενώ το αυτοκίνητο περνά χωρίς να σταματήσει. Ωστόσο, η Καρίνη αποδεικνύεται παράδεισος πρασινάδας, σκιών και νερών.
«Πράγματι, μετά νέα διαδρομή στο εκτυφλωτικό λιοπύρι, σταματήσαμε σ’ ένα μικρό παράδεισο πρασινάδας, σκιών και τρεχούμενων νερών: την Καρίνη…»
Στο καφενεδάκι αυτό, κάτω από τα δέντρα, ο Ουράνης ανακαλύπτει τις τοιχογραφίες ενός άγνωστου τότε λαϊκού ζωγράφου που είχε μετατρέψει το καφενεδάκι σε μικρό εικαστικό θησαυρό.
«Ό,τι όμως το έκανε εξαιρετικό ήσαν οι τοιχογραφίες που ήσαν ζωγραφισμένες στους τοίχους του. Ήσαν απλοϊκά και άτεχνα, κατασκευάσματα ενός μεσόκοπου, όπως μου είπαν, αλήτη ο οποίος περιερχόταν τον τόπο ζωγραφίζοντας ό,τι τύχαινε και όπου τύχαινε».
Οι μορφές του Θεόφιλου χαρακτηρίζονται άτεχνες και απλοϊκές, αλλά μέσα σε αυτή τη φαινομενική προχειρότητα, ο Ουράνης διακρίνει κάτι αληθινό. Τα χρώματα αναφέρει έχουν μια «μουσική ρευστότητα», οι τοίχοι μοιάζουν από μακριά «σαν επιστρωμένοι με σπάνιους περσικούς τάπητες».
Πρόκειται, χωρίς να το γνωρίζει ακόμη, για τις πρώτες εντυπώσεις από το έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου της Λέσβου, του οποίου η αξία θα αναγνωριστεί λίγα χρόνια αργότερα.
«Η περιγραφή του Ουράνη έχει σήμερα ιδιαίτερη αξία, γιατί μας δείχνει πώς ήταν τα έργα ενός αυθεντικού λαϊκού καλλιτέχνη, προτού αναγνωριστούν επίσημα και πάρουν τη θέση τους ακόμη και σε μουσεία όπως το Λούβρο» καταλήγει η κ. Γρηγορά.
Και μετά την αναφορά του στον Θεόφιλο, ο Ουράνης συνεχίζει το ταξίδι του προς την Αγιάσο. Ο δρόμος ανηφορίζει ξανά, το τοπίο γίνεται σκληρότερο και η αναζήτηση της Αγιάσου παραμένει μάταιη ώσπου… επιτέλους.
Η Αγιάσος αποκαλύπτεται ξαφνικά, μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο. Δεξιά κι αριστερά απλώνονται πυκνά μποστάνια, ένδειξη κατοικημένης περιοχής, και το βλέμμα συναντά τα πρώτα σπίτια του χωριού.
«Το κείμενο του Ουράνη δεν είναι απλώς ταξιδιωτική λογοτεχνία, είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο. Η περιγραφή του παραμένει ζωντανή και αναλλοίωτη» καταλήγει η κ. Γρηγορά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ