Παρά τον έντονο ανταγωνισμό που χαρακτηρίζει τις σχέσεις Τουρκίας και Ιράν σε περιφερειακό επίπεδο, η Άγκυρα δεν δίστασε να σταθεί από την πρώτη στιγμή ανοιχτά στο πλευρό της Τεχεράνης στη σύγκρουσή της με το Ισραήλ.
Από την άλλη πλευρά, η ιρανική ηγεσία δεν έχει λησμονήσει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε η Τουρκία στην «έξωσή» της από τη Συρία, με την κυβέρνηση Ερντογάν να συμβάλλει στην αποδυνάμωση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ και την επικράτηση του Αμπού Μοχάμεντ αλ-Τζολάνι – του τζιχαντιστή που αργότερα μετονομάστηκε σε Αχμέντ αλ Σαράα – γεγονός που σηματοδότησε την αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής στην περιοχή.
Οι σχέσεις Άγκυρας και Τεχεράνης, πέρα από τη γεωπολιτική αντιπαλότητα σε Μέση Ανατολή και Καύκασο, διαμορφώνονται και από μια αναγκαστική συνεργασία που επιβάλλουν οι συγκυρίες. Οι δύο χώρες συντάσσονται υπέρ της Χαμάς στη σύγκρουση στη Γάζα και υιοθετούν παρόμοια στάση απέναντι στο Ισραήλ. Για την Τουρκία, το Ιράν αποτελεί επίσης έναν κρίσιμο οικονομικό εταίρο, με το διμερές εμπόριο να ανέρχεται στα 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, η Τεχεράνη καλύπτει ένα σημαντικό μέρος των ενεργειακών αναγκών της Τουρκίας, προμηθεύοντάς την με πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Στην έκτακτη σύσκεψη που έλαβε χώρα το βράδυ του Σαββάτου στο προεδρικό μέγαρο, στην Άγκυρα, υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τη συμμετοχή κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών αρμόδιων για θέματα ασφαλείας, εξετάστηκαν οι επιπτώσεις στην περιφερειακή ασφάλεια από τον πόλεμο και τέθηκαν επί τάπητος τα πιθανά σενάρια για την Τουρκία. Στη σύσκεψη συμμετείχαν, εκτός από τον πρόεδρο Ερντογάν, ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, ο υπουργός Άμυνας Γιασάρ Γκιουλέρ, ο αρχηγός της υπηρεσίας πληροφοριών ΜΙΤ Ιμπραχίμ Καλίν και ο εκπρόσωπος του ΑΚΡ Ομέρ Τσελίκ.
Μετά τη σύσκεψη, ο Τούρκος πρόεδρος είχε σειρά τηλεφωνικών επαφών με ηγέτες της περιοχής, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος του Ιράν, Μασούντ Πεζεσκιάν, αλλά και ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ.
Το σημείο που ξεχώριζε από όσα διημείφθησαν μεταξύ Ερντογάν και Τραμπ ήταν η επισήμανση του Τούρκου προέδρου ότι θεωρεί τις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά που είχαν ξεκινήσει με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών «ως τη μόνη λύση για την επίλυση της διαμάχης» και ότι «η Τουρκία είναι έτοιμη να συμβάλει με κάθε δυνατό τρόπο για να αποτρέψει μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της έντασης». Ήταν μία θέση την οποία εξέφρασε με έμφαση μία ημέρα νωρίτερα και ο υπουργός Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, σε κυβερνητική σύσκεψη ασφαλείας με τα ίδια κυβερνητικά στελέχη, πλην του Ερντογάν.
Πρόκειται για μία δήλωση με την οποία η Άγκυρα «κλείνει το μάτι» στην Ουάσινγκτον, δηλώνοντας στήριξη στην αμερικανική πρωτοβουλία, την ώρα που κυκλοφορούν πληροφορίες ότι το Ισραήλ πίεσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και αποφάσισε να επιτεθεί με ή χωρίς τη συγκατάθεσή τους, με τον Τραμπ να χρεώνεται κατά τα φαινόμενα άλλη μία αποτυχημένη διεθνή πρωτοβουλία (μετά την Ουκρανία), αυτή τη φορά στις διαπραγματεύσεις με το Ιράν για τα πυρηνικά. Η συνέχιση των διαπραγματεύσεων, που αναβλήθηκαν μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, θα ήταν εξάλλου μία λύση που θα εξυπηρετούσε τουλάχιστον προσώρας την Τουρκία.
Μία άλλη δήλωση που ξεχώρισε τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην Τουρκία ήλθε από τον κυβερνητικό εταίρο του προέδρου Ερντογάν και αρχηγό του υπερεθνικιστικού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, Ντεβλέτ Μπαχτσελί: «Ο τελικός στόχος του σπιράλ της κρίσης και του χάους που επεκτείνεται και ενισχύεται, είναι η Τουρκία. Το τουρκικό έθνος είναι ένα και ενωμένο απέναντι στις συνωμοσίες και τις παγίδες του σιωνισμού και του ιμπεριαλισμού και δεν νοείται συμβιβασμός και παράδοση».
Η θέση ότι η Ανατολία βρίσκεται στο στόχαστρο του Ισραήλ έχει διατυπωθεί στο παρελθόν και από τον πρόεδρο Ερντογάν, ως επιχείρημα για την τουρκική ανάμειξη στους πολέμους στη Γάζα και στη Συρία. Η ίδια άποψη επαναδιατυπώνεται τώρα με αφορμή τη σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν, με αναλυτές φιλοκυβερνητικών μέσων ευρείας απήχησης να υπερθεματίζουν και να εικοτολογούν, θέτοντας το ερώτημα αν η Τουρκία είναι ο τέταρτος στόχος στην περιοχή, μετά το Ιράκ, τη Συρία και το Ιράν. Οι προσεγγίσεις αυτές βεβαίως δεν λαμβάνουν υπ’ όψη ότι η περίπτωση της Τουρκίας διαφέρει, καθώς πρόκειται για μία χώρα που, παρά τις προβληματικές της σχέσεις με τη Δύση, είναι ενταγμένη στο ΝΑΤΟ και σε πληθώρα άλλων διεθνών θεσμών.