Υπάρχουν δύο ειδών ταξίδια για να προσδιορίσει ή/και να ανακαλύψει κανείς τον εαυτό, τις ρίζες του και τη θέση του στον κόσμο: εκείνα τα μακρινά, που κάνει κανείς προς τα έξω, πέρα από ωκεανούς ή ηπείρους, αναζητώντας τη φυγή και τη λύτρωση στο διαφορετικό και το Άλλο και εκείνα, τα πιο κοντινά που κάνει κανείς προς τα μέσα, στον πυρήνα του.
Ένα τέτοιο ταξίδι αυτοπροσδιορισμού επεφύλασσαν –στους μακρινούς και στους πιο κοντινούς ταξιδιώτες– τα βουνά της Ηπείρου κατά το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Ιουνίου, με αφορμή το φεστιβάλ «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά;», που διοργανώθηκε φέτος για τρίτη χρονιά, από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Καθώς ο απογευματινός ήλιος «έβαφε» με ένα βαθύ, ζεστό πορτοκαλί χρώμα τον ουρανό, εκείνα γίνονταν όλο και πιο μαύρα Έμεναν πάντα, ωστόσο, φιλόξενα για να αγκαλιάσουν μουσικές που, αν και σε πρώτη ανάγνωση ίσως δεν έχουν πολλά κοινά, εν τέλει ανήκουν στη μία και διαχρονική στο πέρασμα των αιώνων Μουσική.
Το φεστιβάλ κατάφερε να συνδυάσει τους παραδοσιακούς ήχους των Βαλκανίων με πειραματικούς αυτοσχεδιασμούς και τον εθνογραφικό κινηματογράφο, φέρνοντας στην Κόνιτσα μουσικούς από την Κρήτη και τον Πόντο, μέχρι τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ένα βαλκανικό κράμα ήχων, ρυθμών και μελωδιών, υπό την επιμέλεια του βραβευμένου με Grammy μουσικού παραγωγού, πολιτογραφημένου Έλληνα και μόνιμου -πλέον- κατοίκου Κόνιτσας, Κρίστοφερ Κινγκ (Christopher King).
Από την αυλή της Χάμκως ως τον ουρανό.
Τρία βράδια, με ισάριθμες συναυλίες, επτά μουσικά σχήματα, δύο ταινίες και δύο μουσικοχορευτικά εργαστήρια αποτέλεσαν τα βασικά υλικά του φεστιβάλ. Κάθε απόγευμα, από κάθε σημείο της Κόνιτσας, αντηχούσε πρώτα το 78άρι του Κινγκ που έπαιζε το ομώνυμο τραγούδι του τίτλου του φεστιβάλ –ηχογραφημένο στο μακρινό Σικάγο των ΗΠΑ το 1926– σαν ένα κάλεσμα στους «πιστούς» της μουσικής, να προσέλθουν στο σπίτι της Χάμκως.
«Good evening everyone», το καλωσόρισμα της χαρακτηριστικής, βαθιάς φωνής του Κινγκ ακολουθούσαν δίσκοι από την εκτενέστατη συλλογή του, με τους οποίους εισήγαγε τα ζωντανά ακούσματα της κάθε βραδιάς.
Για κάποιον που δεν έχει ζήσει ξανά τη στιγμή της έναρξης του φεστιβάλ, πολύ εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί αποκαλυπτική: Η αυλή του σπιτιού της Χάμκως, της μητέρας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ένα καλοκαιρινό, δροσερό βράδυ στα τέλη του Ιουνίου, ο ήλιος που έχει δύσει, με τον ουρανό ακόμα φωτεινό, η Τύμφη, η Τραπεζίτσα και από πίσω ο Σμόλικας «βάφονται» μαύρα και υψώνονται σαν μία γιγάντια αγκαλιά. Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούγεται ο ζεστός ήχος ενός ντουντούκ. Αρχικά ισότονος και μετά αυτοσχεδιαστικός. Ξεκινά από την αυλή, αντηχεί στα βουνά και υψώνεται ψηλά, ως τον ουρανό, με το καλοκαιρινό αεράκι να δίνει την αίσθηση ότι παίρνει τα κύματα του ήχου για να τα μεταφέρει πέρα από τα σύνορα.
Και εάν δεν είναι ο αέρας, ίσως είναι τα αηδόνια: «Τα αηδόνια είναι έξυπνα πουλιά: ακούν κάτι και μπορούν να το αναπαράγουν», ανέφερε στην εισαγωγή του τη δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ ο Κινγκ, αναλύοντας τη σκέψη του για το πώς η μουσική μεταναστεύει. «Αναρωτιέμαι, λοιπόν, εάν ένα αηδόνι ακούσει απόψε τις μουσικές και πάει πέρα από το βουνό, τι θα τραγουδήσει και πού; Είναι και αυτό μέρος της μουσικής και της φυσικής της εξέλιξης», είπε και πρόσθεσε: «Άρα, τι είναι αυθεντικό ή τοπικό και τι σχέση μπορεί να έχει με τη φυλή και τη θρησκεία;».
Τα ανύπαρκτα σύνορα της μουσικής.
Αν κάτι ανέδειξε το φεστιβάλ, είναι η ουσία της μουσικής, που δεν είναι άλλη από τη σύνδεση: Το πιάσιμο των χεριών, ο συντονισμός στο τραγούδι, ο συγχρονισμός στον χορό.
Την ίδια ώρα που στην πρωτεύουσα ο ΛΕΞ με τη συναυλία του «άνοιγε» -άθελά του- τον διάλογο για το ποιος έχει δικαίωμα στο άκουσμα μιας μουσικής και σε ποιον ανήκει αυτή, ένας Αμερικανός μουσικός παραγωγός «οδηγούσε» –ως άλλος ταξιτζής, όπως ο ίδιος είπε– τους ντόπιους, τους Ηπειρώτες, τους Έλληνες και όσους -πολλούς- είχαν έρθει εκτός Ελλάδας, στην ηπειρώτικη μουσική, τις ρίζες της, τα παρακλάδια της και τους διαλόγους της με την παραδοσιακή μουσική των Βαλκανίων, αλλά και του… Μιζούρι, οργανώνοντας ένα παραδοσιακό βαλκανικό γλέντι.
«Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε εδώ δεν έχει να κάνει με την έννοια της πολυ-πολιτισμικότητας, αλλά με την έννοια της ανθρωπιάς. Έχει να κάνει με την έρευνα την ανακάλυψη και τη γνωριμία μεταξύ πολιτισμών και ανθρώπων», ανέφερε στην εισαγωγική του παρέμβαση ο Κινγκ, το τελευταίο βράδυ του φεστιβάλ, στην κεντρική πλατεία της Κόνιτσας. «Πιστεύω ότι ο ρατσισμός είναι φυσιολογικό φαινόμενο και είναι αδύνατον να τον ξεριζώσουμε. Δυστυχώς. Για αυτό απαιτούνται συνεχείς και έντονοι αγώνες εναντίον του ρατσισμού, που εμφανίζεται με πολλές και διάφορες μορφές. Νομίζω ότι το καλύτερο αντίδοτο εναντίον του ρατσισμού είναι η βαθιά γνωριμία μεταξύ των λαών», κατέληξε.
Έτσι, λοιπόν, στη μουσική μπορούν να υπάρξουν όλοι, και μέσω αυτής να γνωριστούν μεταξύ τους, γιατί ακριβώς κάθε μελωδία, κάθε ρυθμός και κάθε στίχος έχει γραφτεί για να εκφράσει ένα αληθινό, ανθρώπινο συναίσθημα.
Ένας διάλογος της παράδοσης με τη σύγχρονη μουσική. Η πρώτη βραδιά, ήταν της έναρξης του Φεστιβάλ, η οποία έγινε από το μικρασιατικό σύνολο τριών καταξιωμένων μουσικών και βιρτουόζων των παραδοσιακών τους οργάνων: του Βασίλη Κώστα στο λαούτο, του Παναγιώτη Αϊβαζίδη στο κανονάκι και της τραγουδίστριας από την Τουρκία, Ζελισά (Zelişah), η οποία παίζει επίσης ντουντούκ. Το ρεπερτόριό τους γεφύρωσε αρμονικά την ελληνική και την τουρκική παραδοσιακή μουσική εξερευνώντας αυθεντικές συνθέσεις και αναδεικνύοντας τα κοινά στοιχεία των δύο αυτών μουσικών παραδόσεων. Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η αφιέρωση του Βασίλη Κώστα στον αείμνηστο Πετρολούκα Χαλκιά, στη μνήμη του οποίου αφιέρωσε έναν αυτοσχεδιασμό στο λαούτο.
Στη συνέχεια, το μουσικό σύνολο «Χωρέτ’» του Θανάση Στυλίδη, Νικηφόρου Φουλιρά και Σταύρου Καρυπίδη ανέδειξαν την ποντιακή μουσική παράδοση, με τη λύρα, το αγγείο (τουλούμ), τη φλογέρα και το νταούλι.
Την πρώτη βραδιά «έκλεισε» η προβολή του ουγγρο-βρετανικού ντοκιμαντέρ «Fly Bird, Fly» (Πέτα πουλί, πέτα), που αφηγείται την ιστορία της αναβίωσης της ουγγρικής λαϊκής μουσικής, που οι ίδιοι αποκαλούν «σπίτι χορού» ή táncház. Την προβολή προλόγισε ο σκηνοθέτης, Σάιμον Μπρότον (Simon Broughton).
Η δεύτερη βραδιά επεφύλασσε μεγαλύτερη ένταση στην έναρξή της: το συγκρότημα «Σουμπκαρπάτι» (Subcarpați) από τη Ρουμανία συνδύασε τους σύγχρονους ήχους της ραπ και της χιπ χοπ με παραδοσιακά λαϊκά όργανα και μελωδίες του παρελθόντος.
Έπειτα, το βουλγαρικό σύνολο, «Kaynak Pipers Band», με τις ασκομπαντούρες τους (ή άλλιως κάμπα γκάιντα, παραδοσιακό αυλό της οροσειράς της Ροδόπης) και το νταούλι έδωσαν έναν ήχο γνώριμο για το ελληνικό κοινό.
Όπως η πρώτη βραδιά, έτσι και η δεύτερη, έκλεισε με μία προβολή: ταινίες των αδελφών Μανάκη, που αποτελούν τις πρώτες κινηματογραφικές ταινίες των Βαλκανίων. Μεταξύ 1905 και 1926, οι πρωτοπόροι κινηματογραφιστές Γιαννάκης και Μίλτος Μανάκης αποτύπωσαν σε φιλμ τα νότια Βαλκάνια, διατηρώντας την κουλτούρα και την ιστορία μέσα στα καρέ των κινούμενων εικόνων. Η προβολή συνοδεύτηκε από ορχήστρα με ερμηνευτές που συνεργάστηκαν για να παίξουν μια ζωντανή αυτοσχεδιαστική «μουσική επένδυση» για τις ταινίες αυτές μικρού μήκους. Την προβολή προλόγησε ο Ιγκόρ Στραρντελόφ (Igor Stardelov), επικεφαλής του κινηματογραφικού αρχείου της Ταινοθήκης της Βόρειας Μακεδονίας.
Η τρίτη και τελευταία βραδιά, μετέφερε το φεστιβάλ στην κεντρική πλατεία της Κόνιτσας και μετέτρεψε το φεστιβάλ σε ένα αυθεντικό πανηγύρι. Αρχικά, η ουγγρική μπάντα «Σάστσαβας» (Szászcsávás Band), από το ομώνυμο, μικρό ουγγρικό χωριό στο κέντρο της Τρανσυλβανίας, στην επαρχία Μούρες της Ρουμανίας, ξεσήκωσε το κοινό με τη χορευτική μουσική της. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η περιοχή είναι διάσημη για τους Ρομά μουσικούς της και για τη μουσική από μπάντες εγχόρδων που κάποτε ακουγόταν σε όλη την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και στα νότια Βαλκάνια.
Στη συνέχεια, η κρητική μπάντα του Κωστή Νοδηράκη, με τη λύρα, τα λαούτα, τον κρητικό αυλό και την ασκομπαντούρα της ανατολικής Κρήτης, παρουσίασε τους εξαιρετικά ρυθμικούς, υπνωτιστικούς χορούς της περιοχής, ξεσηκώνοντας όλον τον κόσμο να χορεύει στην πλατεία.
Φυσικά, από το φεστιβάλ δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα κλαρίνα και η ηπειρώτικη μουσική. Οι Χαλκιάδες, με επικεφαλής τον κλαριντζή Κωνσταντίνο Χαλκιά, επεφύλαξαν στους παρευρισκόμενους ένα αυθεντικό πανηγύρι με χορευτικές μελωδίες και ρυθμούς της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας. Ο γιος του Κωνσταντίνου, Δημήτρης Χαλκιάς, έπαιξε επίσης κλαρίνο, ενώ τους συνόδευαν οι Βασίλειος Τζιχάνης, Μιχαήλ Μιχόπουλος και Χαράλαμπος Αθανασόπουλος στο ακορντεόν, το βιολί και το ντέφι, αντίστοιχα.
Τραγούδια και χοροί γύρω από τη φλαμουριά.
Το «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά;», δεν ήταν μόνο οι τρεις βραδιές του. Σημαντικό μέρος του αποτέλεσαν τα δύο μουσικοχορευτικά εργαστήρια που πραγματοποιήθηκαν τα πρωινά του Σαββάτου και της Κυριακής, στην πλατεία της Παλιάς Αγοράς της Κόνιτσας.
Γύρω από τη μεγάλη φλαμουριά στήθηκαν μικρές σχολές παραδοσιακού τραγουδιού και χορού, την πρώτη μέρα από τον Κονσταντίν Κούτσεφ (Konstantin Kuchev) και τους μουσικούς της «Kaynak Pipers Band» και τη δεύτερη από τον χορευτή Στεφάν Μπέντσε (Bencze Stefán) και τη μπάντα Σάστσαβας.
Οι συμμετέχοντες έμαθαν παραδοσιακούς χορούς της οροσειράς της Ροδόπης και βασικές κινήσεις και τραγούδια που έπαιξαν τα δύο συγκροτήματα στο φεστιβάλ, κάνοντας έτσι ένα «ζέσταμα» για τις επερχόμενες βραδιές.
«Ο πολιτισμός ως καταλύτης ενότητας των ανθρώπων». «Τα βουνά, κι αν είναι μαύρα, μπορούν να μας φέρουν κοντά, να μας δίνουν χαρά, γιατί η Τέχνη και ο Πολιτισμός είναι εδώ, όχι μόνο για να μας δείξουν τι είναι σημαντικό, αλλά για να μας δίνουν το δικαίωμα και το προνόμιο να απολαμβάνουμε τη ζωή». Αυτό τόνισε, ανοίγοντας τη δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ, η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση και υπεύθυνη στρατηγικού σχεδιασμού και ανάπτυξης του Τομέα Πολιτισμού του Ιδρύματος.
Χαρακτήρισε τον Πολιτισμό «καταλύτη ενότητας των ανθρώπων» και σημείωσε ότι το φεστιβάλ «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά;» είναι «μία πρόταση για το πώς η Τέχνη μπορεί να αναδείξει έναν τόπο και για το πώς ο Πολιτισμός μπορεί να συνδέσει ανθρώπους». Παράλληλα, ευχαρίστησε τον δήμαρχο της Κόνιτσας και την κοινωνία της, για την «εξαιρετική φιλοξενία» τους.
Από την πλευρά του, ο δήμαρχος Κόνιτσας, Ανδρέας Παπασπύρου, έκανε λόγο για μία «θαυμάσια μουσική συνάντηση, μία γιορτή της μουσικής παράδοσης του τόπου και των Βαλκανίων γενικότερα, όπου η παράδοση συναντάται με τη δημιουργικότητα». Επιπλέον, χαρακτήρισε «τιμή, ευθύνη και ευκαιρία» την επιλογή της Κόνιτσας για την πραγματοποίηση του φεστιβάλ καθώς ο δήμος βρήκε έναν «νέο τρόπο να διηγηθεί την ιστορία του».
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί, ότι ο δήμος Κόνιτσας απέδωσε τιμητική πλακέτα στην κ. Παναγιωτάκου «για τη συμβολή της στη διαμόρφωση ενός σύγχρονου πολιτιστικού λόγου, όπου δεν υπάρχουν γεωγραφικά όρια, που ενώνει κοινωνίες και που δίνει βήμα σε μικρές κοινωνίες όπως είναι ο δήμος της Κόνιτσας, για να εκδηλωθεί και να ακουστεί μέσα από τη μουσική».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ