Από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες, ο Βασίλης Γεωργιάδης, ένας από τους ελάχιστους ανανεωτές του παλιού εμπορικού σινεμά, με οξυδερκή κοινωνική ματιά, ευαισθησία για τους καταφρονημένους, έφυγε πικραμένος από τον χώρο του θεάματος, παρά τις δύο υποψηφιότητές του για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας, με τις γνωστές δημιουργίες του «Τα Κόκκινα Φανάρια» και «Το Χώμα Βάφτηκε με Αίμα».
Προσφυγόπουλο από τα Δαρδανέλια, μεγαλωμένος στο Ξυλόκαστρο, ανήσυχο πνεύμα, θα μπει στην ελληνική κινηματογραφική βιοτεχνία, που αναπτυσσόταν μεταπολεμικά, από νεαρή ηλικία, για να διαγράψει μία σημαντική πορεία. Στη δεκαετία του ’70, θα απαξιώνεται, βλέποντας κλειστές πόρτες και θα ξεδιπλώνει τις αρετές του στη μικρή οθόνη, παραδίδοντάς μας μερικές από τις καλύτερες σειρές, κλασικές πια, που αποτελούν σταθμό στην ελληνική τηλεόραση, όπως είναι «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Οι Πανθέοι», «Γιούγκερμαν».
«Έχω βαρεθεί να με φωνάζουν “δάσκαλο” και να μου δίνουν τιμητικά βραβεία και κανείς να μη με φωνάζει για δουλειά», είχε εξομολογηθεί σε φίλους του, όταν θα περάσει στο περιθώριο του κινηματογραφικού κυκλώματος. Ένα κύκλωμα που θα επιχειρήσει να εξαλείψει αυτή την αδικία, θέλοντας να τον τιμήσει λίγο πριν πεθάνει στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, εκείνος αρνήθηκε να παραβρεθεί, δείχνοντας ότι ο ξεριζωμός του από το δεύτερο σπίτι του, τα κινηματογραφικά πλατό, δεν μπορεί να διορθωθεί με ένα τιμητικό βραβείο.
Ο Βασίλης Γεωργιάδης, που πέθανε πριν 25 χρόνια (30 Απριλίου 2000), υπηρέτησε σχεδόν όλα τα κινηματογραφικά είδη. Ανέδειξε πλήθος ηθοποιών, αλλά και επαγγελματιών του χώρου, πάντα με συνέπεια και ευαισθησία στα κοινωνικά θέματα.
Από τη Μικρασία και το Ξυλόκαστρο στον Σταυράκο
Γεννημένος στις 12 Αυγούστου 1921 στα Δαρδανέλια, ο Βασίλης Γεωργιάδης θα αναγκαστεί να μετακομίσει στο Ξυλόκαστρο. Όπως είχε πει ο ίδιος, το Ξυλόκαστρο, το τοπίο όπου μεγάλωσε, του έδωσε τη διάθεση να ασχοληθεί και να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Στα 14 χρόνια του μετακόμισε στην Αθήνα και θα ενταχθεί στην αντίσταση, ενώ θα ξεκινήσει να γράφει ποίηση.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50, θα ξεκινήσει ως βοηθός σκηνοθέτη σε κάποιες ταινίες, μεταξύ των οποίων και στη «Νεκρή Πολιτεία», το πρώτο ελληνικό φιλμ που θα ταξιδέψει στο φεστιβάλ των Καννών. Η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα θα έρθει το 1956 με τους «Άσσους των Γηπέδων», έχοντας ως πρωταγωνιστές γνωστούς ποδοσφαιριστές.
Η ταινία, παρά τις τεχνικές αδυναμίες της, θα ταράξει τα νερά και θα φανερώσει το ταλέντο του Γεωργιάδη.
Κωμωδίες, φουστανέλες και κομεντί
Θα ακολουθήσουν δυο χαριτωμένες κωμωδίες με τους Νίκο Σταυρίδη και Θανάση Βέγγο. Το 1962, θα γυρίσει το αισθηματικό δράμα «Οργή», με την Άννα Φόνσου και τον Νίκο Κούρκουλο.
Η Τρούμπα και το Όσκαρ
Το 1963 θα έρθει η κορυφαία του δημιουργία, το προκλητικό δράμα «Τα Κόκκινα Φανάρια», μια ταινία που θα στείλει το φιλμ ανάμεσα στις πέντε για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας. Θα το χάσει από το αριστούργημα του Φελίνι «8,5», ενώ θα αποθεωθεί και στις Κάννες.
Ελληνικό γουέστερν και ξανά στα Όσκαρ
Δύο χρόνια μετά, θα ντουμπλάρει τη διεθνή καταξίωσή του με το ελληνικό γουέστερν «Το Χώμα Βάφτηκε με Αίμα», που αφηγείται τον ξεσηκωμό των κολίγων στον θεσσαλικό κάμπο.
Τα δραματικά διαμαντάκια
Καταξιωμένος σκηνοθέτης πλέον, ο Γεωργιάδης θα στραφεί σε μικρότερης εμβέλειας ταινίες, όπως το κοινωνικό δράμα «Η Έβδομη Μέρα της Δημιουργίας» και το αισθηματικό δράμα «Ραντεβού με μια Άγνωστη».
Το βραβείο στον Κωνσταντάρα
Το 1969 θα γυρίσει την κωμωδία «Ο Μπλοφατζής», δίνοντας στον Λάμπρο Κωνσταντάρα την ευκαιρία να κερδίσει το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το ελληνικό καλοκαίρι
Θα ακολουθήσει η ρομαντική κομεντί «Κορίτσια στον Ήλιο», προταθείσα για τη Χρυσή Σφαίρα Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ο Γεωργιάδης θα κλείσει τον κινηματογραφικό του κύκλο το 1971 με το συγκινητικό δράμα «Εκείνο το Καλοκαίρι».
Αναδεικνύοντας τη λογοτεχνία στην τηλεόραση
Μένοντας αποκλεισμένος από την κινηματογραφική «πιάτσα», ο Γεωργιάδης θα στραφεί στην τηλεόραση, αναδεικνύοντας λογοτεχνικά έργα, όπως «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» και «Γιούγκερμαν». Σειρές που έγραψαν τη δική τους ιστορία στην ελληνική τηλεόραση.
Ο Βασίλης Γεωργιάδης θα πεθάνει ανήμερα του Πάσχα το 2000, αφήνοντας πίσω του ένα σπουδαίο έργο και το δικαιολογημένο του παράπονο ότι όλοι του γύρισαν την πλάτη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ