Σε μια κρίσιμη στιγμή για τη φήμη της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ως προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Δικαστήριο της ΕΕ καλείται να αποφασίσει αν η άρνηση δημοσιοποίησης των γραπτών μηνυμάτων της με τον CEO της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, παραβίασε τους κανόνες διαφάνειας.
Η υπόθεση αναμένεται να έχει σημαντικές πολιτικές και θεσμικές επιπτώσεις, καθώς οι αποφάσεις του δικαστηρίου θα καθορίσουν πώς οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΕ διεξάγουν τις εργασίες τους πίσω από κλειστές πόρτες.
Μυστικές συνομιλίες και δισεκατομμύρια ευρώ
Η υπόθεση ξεκίνησε όταν αποκαλύφθηκε ότι η φον ντερ Λάιεν αντάλλαξε SMS με τον Μπουρλά κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, τα οποία φέρεται να συνέβαλαν στην υπογραφή μιας συμφωνίας-μαμούθ για την αγορά 1,8 δισεκατομμυρίων δόσεων του εμβολίου Pfizer-BioNTech. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι τα μηνύματα αυτά θα πρέπει να θεωρούνται επίσημα έγγραφα και να δημοσιοποιούνται στο πλαίσιο της διαφάνειας.
Ωστόσο, η Κομισιόν αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει τα μηνύματα, ισχυριζόμενη ότι τα SMS δεν αποτελούν επίσημη επικοινωνία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από οργανώσεις υπέρ της διαφάνειας, όπως η Διεθνής Διαφάνεια, η οποία υπογραμμίζει ότι οι επικοινωνίες που σχετίζονται με τη χάραξη πολιτικής θα πρέπει να είναι προσβάσιμες.
Ημέρα κρίσης: Τι διακυβεύεται για τη φον ντερ Λάιεν
Η απόφαση του δικαστηρίου, η οποία αναμένεται την Τετάρτη 14 Μαΐου, δεν θα καθορίσει μόνο την τύχη της προέδρου της Κομισιόν, αλλά και το μέλλον της διαφάνειας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Εάν το δικαστήριο αποφανθεί εναντίον της, η φον ντερ Λάιεν θα αντιμετωπίσει ισχυρή πολιτική πίεση και πιθανή αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της, ιδιαίτερα καθώς πρόσφατα είχε δεσμευτεί για περισσότερη διαφάνεια κατά τη δεύτερη θητεία της.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι το ζήτημα των SMS είναι ιδιαίτερα λεπτό για τη φον ντερ Λάιεν, καθώς η ίδια υπέγραψε προσωπικά τη μεγαλύτερη συμφωνία εμβολίων της ΕΕ, ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ, και βρίσκεται επικεφαλής του θεσμού που είναι υπεύθυνος για την τήρηση των κανόνων διαφάνειας.
Πολιτική αμηχανία και αντιδράσεις
Η υπόθεση πήρε διαστάσεις το 2022, όταν η εφημερίδα New York Times κατέθεσε αγωγή κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μη δημοσιοποίηση των μηνυμάτων. Η αποκάλυψη ότι υπήρξε ανταλλαγή SMS ήρθε όταν ο ίδιος ο Μπουρλά ανέφερε σε συνέντευξή του ότι τα μηνύματα ενίσχυσαν την «εμπιστοσύνη» μεταξύ των δύο πλευρών και διευκόλυναν τη διαπραγμάτευση.
Στην ακροαματική διαδικασία, οι δικηγόροι της Κομισιόν αναγνώρισαν ότι τα μηνύματα υπάρχουν, προκαλώντας ενόχληση στους δικαστές για την αδυναμία να εξηγήσουν γιατί δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα. Οι δικαστές άσκησαν σφοδρή κριτική, ζητώντας από την Επιτροπή να αποσαφηνίσει πώς αξιολογεί ποια έγγραφα είναι σημαντικά και ποια όχι.
Πέρα από το «Pfizergate»: Το ζήτημα της διαφάνειας
Η υπόθεση έχει φέρει στο προσκήνιο ένα ευρύτερο ζήτημα: Πώς η ΕΕ διαχειρίζεται τη διαφάνεια στις αποφάσεις της, ειδικά σε θέματα δημόσιας υγείας. Η Shari Hinds από τη Διεθνή Διαφάνεια δήλωσε ότι «η απόφαση αυτή θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ένα σημείο καμπής για τη διαφάνεια στην ΕΕ».
Οι επικριτές της φον ντερ Λάιεν επισημαίνουν ότι η άρνηση δημοσιοποίησης των μηνυμάτων πλήττει την αξιοπιστία της Κομισιόν, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου οι πολίτες ζητούν περισσότερη λογοδοσία από τα θεσμικά όργανα.
Ανεξάρτητα από την απόφαση του δικαστηρίου, η υπόθεση των SMS αναδεικνύει την ανάγκη αναθεώρησης των κανόνων διαφάνειας στην ΕΕ. Αν το δικαστήριο αποφανθεί ότι τα μηνύματα πρέπει να δημοσιοποιηθούν, αυτό θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι κορυφαίοι αξιωματούχοι επικοινωνούν και διαπραγματεύονται.
Εάν, ωστόσο, η απόφαση είναι ευνοϊκή για την πρόεδρο της Κομισιόν, θα ανακουφίσει την ίδια, αλλά θα ενισχύσει τη θέση όσων υποστηρίζουν ότι οι κανόνες διαφάνειας της ΕΕ χρήζουν βελτίωσης.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η απόφαση θα έχει μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη φήμη της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και την πορεία της Κομισιόν προς μια πιο διαφανή και ανοιχτή διακυβέρνηση.