Ο Αλβάρο Μαντζίνο, ο τελευταίος γνωστός επιζών της αεροπορικής τραγωδίας στις Άνδεις, έφυγε από τη ζωή στα 71 του. Μαζί του σιγεί και η τελευταία ζωντανή μαρτυρία μιας από τις πιο ακραίες ιστορίες επιβίωσης του 20ού αιώνα.
Ήταν Οκτώβριος του 1972 όταν το αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης, με 45 επιβαίνοντες –ανάμεσά τους μια νεανική ομάδα ράγκμπι– συνετρίβη σε υψόμετρο 11.500 ποδιών στις Άνδεις. Οι επιζώντες εγκλωβίστηκαν στο παγωμένο τοπίο για 72 ημέρες, χωρίς τροφή, χωρίς ελπίδα – μέχρι που δύο από αυτούς κατάφεραν να διασχίσουν τα βουνά και να ζητήσουν βοήθεια.
When Álvaro Mangino revealed how he and his fellow plane-crash survivors had lasted 72 days in the Andes, he had hoped for compassion. Instead, he saw shock. Our obituary https://t.co/ocwIUOwJ4d
— The Economist (@TheEconomist) May 18, 2025
Photo: alvaromangino.oficial pic.twitter.com/ZJSpQyx4v8
Μαζί με τους υπόλοιπους, ο Αλβάρο Μαντζίνο βρέθηκε αντιμέτωπος με μια απόφαση αδιανόητη: να τραφεί με τις σορούς των νεκρών συνεπιβατών του. Η πρώτη μπουκιά ήταν φρίκη, όχι τροφή. Μα ήταν και η μόνη τους ευκαιρία να επιζήσουν.
Με τα χρόνια, ο κόσμος έμαθε την ιστορία τους ως «το θαύμα των Άνδεων». Όμως για τους ίδιους, και ιδιαίτερα για τον Μαντζίνο, υπήρξε πρώτα τραγωδία. Ήξερε ότι για να ζήσει, έπρεπε πρώτα να θάψει ένα μέρος της συνείδησής του.

Η ομάδα, στην παγωμένη άτρακτο, έστησε μια κοινωνία επιβίωσης: με ρόλους, ιεραρχία, καθήκοντα. Άλλοι έλιωναν χιόνι για νερό. Άλλοι έψαχναν τρόπο διαφυγής. Ο Μαντζίνο, με σπασμένο πόδι, έγινε ο «κόφτης»: τεμάχιζε ανθρώπινη σάρκα σε μικροσκοπικά κομμάτια για να μην θυμίζει πια σώμα – ούτε ενοχή.

Όταν έφτασαν τελικά τα σωστικά συνεργεία, στις 21 Δεκεμβρίου, το σοκ της αποκάλυψης ήταν τεράστιο. Οι ίδιοι ζητούσαν κατανόηση. Αντ’ αυτού, εισέπραξαν αμηχανία, κρίση και σιωπή. Ο Αλβάρο Μαντζίνο για χρόνια δεν μιλούσε – ούτε στην οικογένειά του. Ήξερε πως η κοινωνία έξω από το χιόνι δεν συγχωρεί εύκολα.
Η «κοινωνία του χιονιού», όπως ονομάστηκε από το ομώνυμο βιβλίο, ήταν μια μοναδική περίπτωση ανθρώπινης αντοχής, βιολογικού ενστίκτου και ηθικού ορίου. Ο Μαντζίνο δεν ήθελε να εξιδανικεύσει τίποτα. Ήξερε απλώς ότι για να μπεις στον κατάλογο των επιζώντων, έπρεπε πρώτα να γίνεις κάποιος άλλος.
Κι αυτόν τον άλλον, τον κουβαλούσε για πάντα.