Η Ελλάδα είναι μεταξύ των τριών χωρών με την υψηλότερη σπατάλη τροφίμων στην ΕΕ, σύμφωνα με την Eurostat. Η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις τρεις κορυφαίες χώρες της Ευρώπης όσον αφορά τη σπατάλη τροφίμων ανά άτομο, δίπλα στη Δανία και την Κύπρο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Τα νοικοκυριά ευθύνονται για το 44,3% των συνολικών αποβλήτων, με 926.509 τόνους να απορρίπτονται από ελληνικά σπίτια. Από την άλλη πλευρά, το υπόλοιπο 56% προέρχεται από την πρωτογενή παραγωγή, την επεξεργασία, το εμπόριο και τη φιλοξενία.
Το 2023, η Ελλάδα απέρριψε περισσότερους από 2 εκατομμύρια τόνους τροφίμων (2.091.442 τόνοι), ένα νούμερο που παραμένει σχεδόν αμετάβλητο από το 2020. Κάθε Έλληνας σπαταλά περίπου 201 κιλά τροφίμων ετησίως, κατατάσσοντας τη χώρα τρίτη στην Ευρώπη. Για σύγκριση, η Τσεχική Δημοκρατία, με παρόμοιο πληθυσμό, σπαταλά μόνο περίπου τη μισή ποσότητα τροφίμων.
Η ανάλυση δεν περιλαμβάνει τα τρόφιμα που δεν συγκομίσθηκαν ή δεν επιτράπηκε να εισέλθουν στην αγορά για λόγους ασφαλείας. Τα νοικοκυριά είναι υπεύθυνα για το 53% των συνολικών αποβλήτων (69 κιλά ανά άτομο), ενώ το υπόλοιπο 47% προέρχεται από ανώτερες φάσεις της αλυσίδας εφοδιασμού. Στην Ελλάδα, η σπατάλη τροφίμων από τα νοικοκυριά ανέρχεται στο 44% του συνόλου, χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ που ξεπερνά το 50%.
Στους τομείς λιανικής, φιλοξενίας και νοικοκυριών, η σπατάλη τροφίμων αντιπροσωπεύει περίπου το 9% όσων φθάνουν στους καταναλωτές. Παράλληλα, οι χώρες της ΕΕ βελτιώνουν σταδιακά τις μεθόδους μέτρησης για να ενισχύσουν την ακρίβεια και τη συγκρισιμότητα. Η σπατάλη τροφίμων στα νοικοκυριά είναι σχεδόν διπλάσια από αυτή της πρωτογενούς παραγωγής (12 κιλά ανά άτομο, ή 10%) και από τον τομέα παραγωγής και επεξεργασίας τροφίμων και ποτών (24 κιλά, ή 19%), τομείς στους οποίους υπάρχουν ήδη στρατηγικές μείωσης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης απορριμμάτων ως υποπροϊόντων. Οι τομείς φιλοξενίας και λιανικής/διανομής είναι υπεύθυνοι για 14 κιλά (11%) και 10 κιλά (8%) σπατάλης ανά άτομο, αντίστοιχα.
Στην ΕΕ, από σύνολο 58 εκατομμυρίων τόνων σπατάλης τροφίμων (φρέσκος όγκος), 31 εκατομμύρια τόνοι (53%) προέρχονται από τα νοικοκυριά, λιγότερο από 11 εκατομμύρια τόνοι (19%) από επεξεργασία και παραγωγή, και το υπόλοιπο 29% από πρωτογενή παραγωγή (λίγο κάτω από 6 εκατομμύρια τόνοι, 10%), φιλοξενία (κάτω από 7 εκατομμύρια τόνοι, 11%) και λιανική (λίγο κάτω από 5 εκατομμύρια τόνοι, 8%).
Πηγή περιεχομένου: in.gr