Μοιραία γεννάται το εύλογο ερώτημα: Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζει στο στόχαστρο έναν πολιτικό που έχει αποστρατευθεί, επί του παρόντος τουλάχιστον, από την «πρώτη γραμμή»;
Ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει τον Αλέξη Τσίπρα για αντίπαλο στις επόμενες εθνικές εκλογές είναι προφανές. Σαφώς υπάρχει σκοπιμότητα πίσω από αυτήν την πολιτική απόφαση, ενώ ενδιαφέρουν έχουν και οι «σκιές» που αναδύονται μέσα από την τεχνητή πόλωση που επιχειρείται.
Οι προθέσεις του Μεγάρου Μαξίμου φάνηκαν από νωρίς, καθώς πρόκειται για μια σαφή στόχευση του Πρωθυπουργού να αναβιώσει την αντιπαράθεση με τον Αλέξη Τσίπρα. Τον πρώτο τόνο τον έδωσε σε ομιλία του στη Βουλή, πριν σταματήσει τις εργασίες της για το καλοκαίρι, όταν αναφέρθηκε σε εκείνον με τρόπο που ξεπερνούσε την απλή ιστορική αναφορά. Τον τοποθέτησε ως βασικό «αντίπαλο» στο προεκλογικό αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας, την ώρα που ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης, ούτε ο Σωκράτης Φάμελλος βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής του.
Γιατί τον Τσίπρα;
Μοιραία γεννάται το εύλογο ερώτημα: Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης βάζει στο στόχαστρο έναν πολιτικό που έχει αποστρατευθεί, επί του παρόντος τουλάχιστον, από την «πρώτη γραμμή»; Η απάντηση κρύβεται στην στρατηγική στόχευση του Μεγάρου Μαξίμου να αναβιώσει το δίπολο του πρόσφατου παρελθόντος, θέλοντας να συσπειρώσει και την εκλογική βάση της ΝΔ απέναντι στον «κοινό εχθρό». Υπό αυτήν την οπτική ο σημερινός Πρωθυπουργός προσπαθεί να πλασάρει την εικόνα του σταθερού, ικανού, φιλελεύθερου πολιτικού απέναντι στον «λαϊκιστή» Τσίπρα. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία τα προηγούμενα χρόνια από τη ΝΔ και που φαίνεται να επιστρατεύεται εκ νέου σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η πραγματική πολιτική συζήτηση που αναδεικνύουν τις κυβερνητικές αστοχίες.
Και αυτό γιατί επιλέγοντας τον Αλέξη Τσίπρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φιλοδοξεί να αποφύγει αφενός την αναμέτρηση με τις δικές του ευθύνες, αλλά και αφετέρου να απαντήσει σε ερωτήματα που προκύπτουν από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Για παράδειγμα για τις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, την κόπωση των μεσαίων στρωμάτων, τις δυσλειτουργίες στο κράτος δικαίου, αλλά και την εντεινόμενη δυσαρέσκεια για τις πολιτικές στην υγεία, στην παιδεία και στις υποδομές. Προτιμά, δηλαδή, να αναμετρηθεί με έναν πολιτικό που έχει κερδίσει στο παρελθόν, παρά με το παρόν που απαιτεί δύσκολες απαντήσεις.
Επιδιώκει την αναμέτρηση με το χθες
Παράλληλα, η επιλογή αυτή και να «δέσει» τον ΣΥΡΙΖΑ με τη διαρκή ταύτιση με τον Αλέξη Τσίπρα, υπονομεύοντας εμμέσως την προσπάθεια ανανέωσης του κόμματος και ενισχύοντας το αφήγημα πως η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει ουσιαστική εναλλακτική πρόταση. Έτσι, το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να αναπαράγει το δίπολο Μητσοτάκης – Τσίπρας, όχι μόνο ως συγκρουσιακό σχήμα, αλλά και ως μηχανισμό πολιτικής επιβίωσης. Και εδώ υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος. Γιατί όταν η πολιτική μετατρέπεται σε επικοινωνιακή διαχείριση αντιπάλων του παρελθόντος, χάνει τη δυναμική της να προτείνει λύσεις για το μέλλον.
Σε τελική ανάλυση, η έμμεση «στήριξη» του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αλέξη Τσίπρα ως βασικό πολιτικό αντίπαλο δεν είναι απλώς μια στρατηγική επιλογή. Είναι μια ομολογία ότι η κυβέρνηση αισθάνεται πιο άνετα να αντιπαρατίθεται με τα φαντάσματα του χθες, παρά με τις απαιτήσεις του σήμερα.