Μια φοιτήτρια εξηγεί πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα σπίτι με κωφούς γονείς, βιώνοντας από πρώτο χέρι τις δυσκολίες, την πρόωρη ωρίμανση και την έλλειψη κρατικής μέριμνας.
Η Διεθνής Ημέρα Νοηματικών Γλωσσών, που έχει θεσπιστεί από τα Ηνωμένα Έθνη, γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 23 Σεπτεμβρίου μαζί με τη Διεθνή Εβδομάδα Κωφών. Η ημερομηνία δεν είναι τυχαία, καθώς την ίδια μέρα το 1951 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Ομοσπονδία Κωφών, με στόχο την προώθηση των δικαιωμάτων και της ισότητας των κωφών ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Η συγκεκριμένη μέρα υπενθυμίζει τη σημασία της νοηματικής γλώσσας ως μέσο επικοινωνίας, πολιτισμού και αποδοχής, αλλά και τις δυσκολίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι κωφοί στην καθημερινότητά τους.
Μία από τις ιστορίες που φανερώνουν τι σημαίνει να μεγαλώνεις δίπλα στη νοηματική είναι αυτή της 22χρονης Κωνσταντίνας, φοιτήτριας Κοινωνικής Θεολογίας στο ΑΠΘ από την Αθήνα, η οποία μεγάλωσε σε ένα σπίτι με κωφούς γονείς. Από μικρή βίωσε τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις δυσκολίες που συνοδεύουν αυτή την πραγματικότητα, και με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Νοηματικών Γλωσσών μιλά για τις εμπειρίες της, για τη γλώσσα που έγινε «μητρική» της, αλλά και για την έλλειψη κρατικής μέριμνας που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τους κωφούς στην Ελλάδα.

Η ίδια εξηγεί πως συχνά υπάρχει μπέρδεμα με τους όρους κωφός και κωφάλαλος. «Ο σωστός όρος είναι κωφοί ή βαρήκοοι (εάν δεν έχουν ολική απώλεια ακοής).», αναφέρει. «Ο όρος κωφάλαλος είναι λανθασμένος. Ταυτίζει την κώφωση και την αλαλία ενώ δεν αλληλεξαρτώνται απαραίτητα. Είναι αλήθεια ότι στερούνται ορισμένοι κωφοί του έναρθρου λόγου, εξαιτίας του ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να ακούσουν ήχους ώστε να τους μιμηθούν. Όμως έχει εξελιχθεί τόσο η εκπαίδευση των κωφών ώστε με τη βοήθεια ειδικών διδασκάλων να μαθαίνουν από μικρή ηλικία την ύπαρξη του ήχου και αρκετοί κωφοί μαθαίνουν τόσο καλά να μιλάνε ώστε σχεδόν να μη καταλαβαίνεις ότι έχουν πρόβλημα. Για αυτό και πλέον ο όρος κωφάλαλος είναι αδόκιμος».
Στο δικό της σπίτι η νοηματική ήταν η «μητρική» της γλώσσα. Την έμαθε εμπειρικά, όπως ήταν φυσικό για κάθε παιδί που μεγαλώνει με γονείς που δεν ακούν. Όπως εξηγεί η ίδια: «Οι συγγενείς μου με βοήθησαν στην ομιλία, αλλά στο σπίτι, μένοντας με τους γονείς μου, έμαθα τη νοηματική, όπως κάθε παιδί μαθαίνει τη γλώσσα των γονιών του».

Από πολύ μικρή, η Κωνσταντίνα ήταν στο σπίτι η «διερμηνέας». Όπως περιγράφει, κάθε τηλεφώνημα – είτε από συγγενείς, είτε από εταιρίες, είτε από υπηρεσίες – το σήκωνε εκείνη, ακόμα κι από Α’ Δημοτικού και πιο μικρή. «Όταν είσαι ένα παιδάκι δεν σε παίρνουν στα σοβαρά. Μιλούσα με ενήλικες και ένιωθα την υποτίμηση. Δεν μιλούσα εγώ, μεταφράζω, αλλά δεν με παίρνανε στα σοβαρά».
Θυμάται επίσης περιστατικά από την καθημερινότητά της: «Θυμάμαι να λέω στις φίλες μου, “χθες μιλούσα με υπάλληλο της ΔΕΗ”, και με ρωτούσαν “τι είναι η ΔΕΗ”. Οι συζητήσεις μας διέφεραν γιατί και η καθημερινότητά μου ήταν διαφορετική σε σχέση με των υπόλοιπων παιδιών στην ηλικία μου». Αυτή η εμπειρία, εξηγεί, της στέρησε ένα κομμάτι της παιδικότητας: «Θεωρώ πως έχασα από πολύ νωρίς αυτή την παιδικότητα και μπήκα σε ένα στάδιο ωρίμανσης. Αυτό το αντιμετωπίζουν όλα τα παιδιά που έχουν κωφούς γονείς».
Στο δημοτικό η Κωνσταντίνα αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες. «Δεν λάμβανα την απαραίτητη μαθητική βοήθεια από τους γονείς μου, αλλά φέρνανε όσο μπορούσαν δασκάλους για ιδιαίτερα. Τουλάχιστον όμως στις πρώτες τάξεις ήμουν αρκετά κακή, δεν έπαιρνα καλούς βαθμούς και θεωρώ πως αυτό είναι μια αιτία. Στο γυμνάσιο που μπήκα σε μια ηλικία πιο ανεξάρτητη τα πράγματα άλλαξαν λίγο».
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε μια κοινωνία που συχνά περιθωριοποιεί, οι γονείς της Κωνσταντίνας κατάφεραν να προσαρμοστούν.

Έλλειψη διερμηνέων σε κρατικές υπηρεσίες και νοσοκομεία
Πάνω στην έλλειψη κρατικής μέριμνας για άτομα με ακουστική αναπηρία, η Κωνσταντίνα εξηγεί πως αυτή έκανε πάντα τις απαιτούμενες μεταφράσεις, καθώς δεν υπάρχει διερμηνέας: « Ακόμα και στα νοσοκομεία δεν υπήρχε κανείς. Πολύ πρόσφατα έχουν ξεκινήσει κάποια βήματα, αλλά εγώ δεν είδα ποτέ κάποιον να εξυπηρετεί τους γονείς μου στη νοηματική. Πιστεύω ότι σε βασικές υπηρεσίες, όπως ΚΕΠ και νοσοκομεία, πρέπει να υπάρχει έστω ένας άνθρωπος που να ξέρει λίγη νοηματική. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εκεί που να κάνει αποκλειστικά τη δουλειά του διερμηνέα. Θα μπορούσε κάλλιστα να εκπαιδευτεί ένα ή δυο μέλη του εργατικού προσωπικού στη νοηματική γλώσσα ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν τους ανθρώπους αυτούς».
Η ίδια τονίζει ότι η νοηματική γλώσσα είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας πιο εύκολο απ’ όσο φαντάζονται πολλοί. «Η εκμάθησή της είναι πιο εύκολη από μια ξένη γλώσσα. Οι λέξεις συνδέονται με κινήσεις που ήδη κάνουμε. Για παράδειγμα, τα ρούχα είναι η κίνηση που κάνουμε όταν τα φοράμε. Υπάρχουν κέντρα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα όπου μπορείς να τη μάθεις, και το ενδιαφέρον είναι ότι τη διδάσκουν κωφοί άνθρωποι.
Πολλοί νομίζουν ότι η νοηματική είναι ίδια παντού, αλλά δεν είναι. Κάθε χώρα έχει τη δική της, όπως ακριβώς και την ομιλούμενη γλώσσα. Ακόμα και από πόλη σε πόλη μπορεί να υπάρχουν διαφορές. Έχω μιλήσει με κωφούς στη Θεσσαλονίκη και είχαν λέξεις διαφορετικές από της Αθήνας. Και φυσικά εξελίσσεται. Η νοηματική που έμαθε η μαμά μου δεν είναι η ίδια με αυτή που χρησιμοποιούν οι νέοι σήμερα».

Πλέον, καταβάλλονται προσπάθειες για τη διάδοση μιας διεθνούς νοηματικής γλώσσας, η οποία θα ενσωματώνει και θα περιλαμβάνει όλες τις γλώσσες του κόσμου. Έτσι, όποιος τη γνωρίζει θα μπορεί να επικοινωνεί με οποιονδήποτε άνθρωπο σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Μια προοπτική ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και βαθιά ενωτική.
Περισσότερες πληροφορίες για την εκμάθηση της νοηματικής γλώσσας δίνει η δασκάλα προσχολικής αγωγής, κα. Ελισάβετ Ιντζέπελη:
«Η εκμάθηση της νοηματικής γλώσσας χωρίζεται σε τέσσερα επίπεδα. Τα μαθήματα μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε σε κανονικό ρυθμό είτε σε ταχύρυθμο πρόγραμμα, ενώ πλέον υπάρχει και η δυνατότητα εξ αποστάσεως παρακολούθησης. Συνήθως κάθε κύκλος διαρκεί περίπου έναν χρόνο, ενώ ο ταχύρυθμος ολοκληρώνεται σε ένα εξάμηνο. Με την ολοκλήρωση του 4ου επιπέδου, οι σπουδαστές έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στις εξετάσεις για την Επάρκεια στη νοηματική».
«Δεν είναι εύκολο ούτε απλό — πρόκειται για μια εντελώς καινούργια γλώσσα, κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Χρειάζεται χρόνος, προσήλωση, επανάληψη, μνήμη και πολλή επιμονή. Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια αξίζει πραγματικά· δοκιμάστε το και θα το διαπιστώσετε οι ίδιοι!»

Η κα. Ιντζέπελη πρόσθεσε ότι η νοηματική γλώσσα είναι γεμάτη συναίσθημα και έκφραση, και ότι η απόφασή της να ξεκινήσει την εκμάθησή της ήταν ξαφνική:
«Νοηματική γλώσσα… Μια γλώσσα μαγική που σε ταξιδεύει! Γεμάτη συναίσθημα κι έκφραση ! Το να μπορείς να μεταφέρεις στον συνομιλητή σου κάτι χωρίς λόγο,αλλά μέσα από την έκφραση και τις κινήσεις σου… μοναδικό! Μια γλώσσα που θα έπρεπε όλοι , μικροί και μεγάλοι, να μάθουμε έστω σε πρωταρχικό στάδιο για να μπορούμε να επικοινωνούμε!
Για μένα αυτό το ταξίδι ξεκίνησε πριν αρκετά χρόνια. Η απόφαση μου να ξεκινήσω; Ξαφνική! Όμως η καλύτερη! Γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους, κατανόησα πολλά πράγματα, προσπάθησα με ζήλο, έμαθα πολλά και μπόρεσα κι εγώ αργότερα να μάθω μέσα από τραγούδια, την νοηματική γλώσσα σε παιδιά. Αυτό που παρατήρησα ήταν ότι τα ενθουσίαζε και τα βοηθούσε να αφομοιώσουν ένα τραγούδι πολύ πιο γρήγορα. Ξέρω τα ζόριζα λίγο, όμως το αποτέλεσμα ομολογουμένως άξιζε!
Βλέποντας μερικά μόνο βίντεο, πιστεύω θα την αγαπήσετε κι εσείς όπως κι εγώ! Κι όπως μάθαμε με τα παιδιά: “είναι η αγάπη, μόνο η αγάπη, αγάπη δώσε, αγάπη νιώσε”»