Στη Λήμνο, παραδοσιακά, η παρασκευή του τυριού γινόταν μέσα στο τυροβόλι, όπου το γάλα έβρισκε ένα ανθεκτικό δοχείο για να στραγγίξει και να πάρει το ανάγλυφό του σχήμα.
Αρθρογράφοι: Άννα Ζαριφοπούλου, Παναγιώτης Νικολάου, Κωνσταντίνος Πάγκαλος
Έξι χρόνια αφού έχρισε τον Ραφαήλ Γιαννέλη με το λάδι, η νονά του, Παναγιώτα, ξεκίνησε να τον μυεί στην παλιά τέχνη της καλαθοπλεκτικής. Το τυροβόλι (καλάθι για τυριά) για πολλά χρόνια αποτελούσε την βάση της παραγωγής ενός εκ των δύο κύριων στοιχείων της αγροδιατροφής στη Λήμνο και όχι μόνο. Όπως μας λέει ο Λημνιός λαογράφος και τυροβάνης, δηλαδή καλαθοπλέκτης τυροβολιών , Ραφαήλ Γιαννέλης, το ψωμί και το τυρί αποτελούν διαχρονικά τον πυρήνα της αγροδιατροφής της τοπικής κοινωνίας του νησιού. Το τυρί της Λήμνου δεν νοείται χωρίς το τυροβόλι, από το οποίο παίρνει και το όνομα «Καλαθάκι Λήμνου». Παραδοσιακά, η παρασκευή του τυριού γινόταν μέσα στο τυροβόλι, όπου το γάλα έβρισκε ένα ανθεκτικό δοχείο για να στραγγίξει και να πάρει το ανάγλυφό του σχήμα.

Λόγω της οικιακής μορφής της κτηνοτροφίας σε κάθε οικογένεια, υπήρχε κάποιος που έπρεπε να κατέχει την τεχνογνωσία της κατασκευής τυροβολιών. Γι’ αυτό ανά τα χρόνια είχε δημιουργηθεί η τακτική της κληροδότησης της ουσίας και του πνεύματος της καλαθοπλεκτικής. Όπως μας εξήγησε ο Ραφαήλ Γιαννέλης, η μετάδοση αυτή γίνονταν στο πλαίσιο οικογενειακών δεσμών, ή όπως στην δική του περίπτωση, μέσω επίπλαστης συγγένειας, δηλαδή της νονάς του. Ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι ότι παραδοσιακά η τέχνη μεταλαμπαδεύονταν από γυναίκα σε άνδρα και από άνδρα σε γυναίκα.
Έτσι και ο Ραφαήλ στα 6 του χρόνια επιλέχθηκε από την Νονά του για του «περάσει» την τέχνη της. Η εκμάθηση δεν ήταν βραχύβια, αλλά βαθιά επιτελεστική. Δεν επρόκειτο για μια στείρα διαδικασία μάθησης του πως πλέκεις τα καλάμια, αλλά για μία εμβύθηση στις κοινωνικές συμβάσεις και πραγματικότητες, γι’ αυτό έπρεπε να ενυπάρχει η οικογενειακή σχέση.
Κάθε χωριό της Λήμνου, έχει αναπτύξει τον δικό του τρόπο πλέξης, οπότε συναντούμε μια ποικιλομορφία στην παράδοσή του. Στην περίπτωση του Ραφαήλ για να μεταγγιστεί αυτός ο πλούτος χρειάστηκαν 6 χρόνια. «Για έξι χρόνια έπλεκα τυροβόλια, άλλος μου έκανε την αρχή, άλλος το τέλος, εγώ έκανα όλο το υπόλοιπο… Όταν έγινα 12 χρονών μου είπαν εσύ θα το πιάσεις από την αρχή και θα το φτάσεις μέχρι τέλος».

Η εκμάθηση γινόταν σε στάδια καθώς το κοφινάκι έχει τρία επίπεδα. Στην αρχή φτιάχνεται η μάννα, δηλαδή η βάση, μετά γίνεται το καταχέριασμα, δηλαδή το πλέξιμο τον υφαδιών περιμετρικά και για το τελείωμα, το χείλιασμα. Η πλέξη μπορεί να είναι μονή ή δίμυτο, ενώ δίνεται μεγάλη έμφαση και στην εμφάνιση, καθώς προστίθενται ξόμπλια, δηλαδή στολίδια.
Το σίγουρο ήταν πως για να αντεπεξέλθει στο σκοπό για τον οποίο φτιαχνόταν έπρεπε να ήταν στιβαρό και ανθεκτικό, ωστόσο τα όμορφα διακοσμητικά στοιχεία του το καθιστούσαν πολλές φορές και ένα καλλιτέχνημα. Έτσι η αξία του ανάγεται και σε καλλιτεχνική, παράλληλα με την δεδομένη συναισθηματική αξία του, αφού είναι συνυφασμένο με την κουλτούρα και τα βιώματα των χρηστών του. Ένας τρόπος πλέξης λοιπόν βαθιά ριζωμένος στον κάθε τόπο.

Άραγε βρίσκει χώρο η παράδοση αυτή στην μοντέρνα πραγματικότητα;
Όπως εξηγεί ο Ραφαήλ, για να υπάρξει στο σήμερα πρέπει να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Καθώς ο ίδιος προσπαθεί για την διάδοση της καλαθοπλεκτικής των τυροβολιών, αναγνωρίζει πως: «Θα συνεχιστεί όχι μόνο μέσα από την εκμάθηση πλεξίματος τυροβολίων, αυτό θα ήταν μάταιο. Έχουμε χρέος όμως να την διασώσουμε. Αυτό θα γίνει με άλλους τρόπους, καθώς έχουμε αλλάξει σαν κοινωνία. Για παράδειγμα είχαμε συνεργαστεί με μία εταιρία για να δημιουργήσουμε χρηστικά αντικείμενα όπως σουπλά, σουβέρ και τσάντες που μάλιστα προβλήθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη και με μια εταιρεία καλλυντικών που ασχολείται με τα βιώσιμα προϊόντα για να φτιάξουμε συσκευασίες από καλάθια».
Και έτσι υπάρχει ανάγκη μετασχηματισμού όχι μόνο της τέχνης αλλά και του τρόπου που αυτή μεταδίδεται. Η εκμάθησή της συνεχίζεται να γίνεται στο πλαίσιο της κοινωνικής συναναστροφής, όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να αλληλεπιδράσουν, να συζητήσουν για την μέρα τους και να μοιραστούν ένα καφέ. Ταυτόχρονα μαθαίνουν την καλαθοπλεκτική. Αυτό βέβαια δεν γίνεται πλέον στο πλαίσιο της οικογένειας ή της αγροτικής ζωής, αλλά παίρνει διαστάσεις μιας ευρύτερης διάδοσης. Πιο συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Ραφαήλ έχει συντονίσει εργαστήρια καλαθοπλεκτικής και πολλές φορές σε συνεργασία με διάφορους φορείς.

Φαίνεται λοιπόν πως η βιωσιμότητα που στο παρελθόν ήταν ανάγκη για λόγους αυτάρκειας συνεχίζεται στο σήμερα ως αξία.
Ο Ραφαήλ, που κρατά ζωντανή την παράδοση και είναι επίσης επιστήμονας της Λαογραφίας, μας δίνει μια δική του ξεχωριστή διάσταση της έννοιας της βιωσιμότητας:
«Βιώσιμο είναι ό,τι κάνεις να σε γεμίζει ψυχικά…Όλοι δεν κάνουμε μόνο μια δουλειά για να ζήσουμε, κάνουμε δυο-τρεις. Το να κάνεις μια δουλειά που δεν σε γεμίζει, δεν είναι βιώσιμο για εσένα τον ίδιο, θα σε οδηγήσει σε πολλά ψυχοσωματικά… Αν αγαπάς την δουλειά σου και δεν κάνεις αλόγιστη σπατάλη πόρων, μπορείς να ζήσεις…Για εμένα βιώσιμο είναι όταν αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι ένα κομμάτι του συνόλου, ένα κομμάτι της Φύσης, της παραγωγικής δραστηριότητας».
Το παράδειγμα της καλαθοπλεκτικής των τυροβολιών μας δείχνει ότι είναι δυνατόν να υπάρξει μια δημιουργική βάση, όπου οι παραδοσιακές αγροτικές τεχνικές και εργαλεία βρίσκουν χώρο ανάπτυξης σε μια κοινωνία που επιλέγει το γρήγορο και μαζικό σε βάρος της αειφορίας και της ευημερίας…περιβαλλοντικής, ψυχικής, κοινωνικής!
Φωτογραφίες: Ραφαήλ Γιαννέλης