Η Ελλάδα αντιμετωπίζει τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις στην αγορά εργασίας, με θεσμικές προκλήσεις και εξελίξεις στη συλλογική διαπραγμάτευση. Η διεθνής συζήτηση σχετικά με την εργασία φαίνεται να διαχωρίζεται σε τρεις παράλληλες κατευθύνσεις. Από τη μία πλευρά, οι χώρες της Ευρώπης και οι μεγάλες δυτικές οικονομίες πειραματίζονται με την τετραήμερη εργασία, γεγονός που ενισχύεται από την αύξηση της παραγωγικότητας που επιφέρει η τεχνητή νοημοσύνη. Από την άλλη, η Ελλάδα νομοθετεί την επέκταση των ωραρίων, επιτρέποντας την εργασία έως και 13 ώρες ημερησίως. Στην κεντρική θέση αυτής της διαφοράς βρίσκεται ο ρόλος των συλλογικών συμβάσεων, που σε ολόκληρη την Ευρώπη λειτουργούν ως ο βασικός μηχανισμός ρύθμισης του χρόνου εργασίας, και στη χώρα μας επιχειρείται η επανενεργοποίησή τους.
Η πρόσφατη κοινωνική συμφωνία για τις νέες συλλογικές συμβάσεις έρχεται να ενισχύσει το κενό στην κάλυψη των ΣΣΕ. Ενδεικτικά, το 20,9% των εργαζομένων στην Ελλάδα εργάζεται περισσότερες από 45 ώρες εβδομαδιαίως, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Αντίθετα, οι μεγάλες αλλαγές στην εργασία στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου η κάλυψη από συλλογικές συμβάσεις είναι πολύ χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής στην παραγωγικότητα, ενώ η Ελλάδα επιμένει σε μεγάλες ώρες εργασίας. Παρά τις θεσμικές προκλήσεις, οι προτάσεις για τετραήμερη εβδομάδα στη χώρα μας παραμένουν ασαφείς, καθώς η επιμήκυνση του ωραρίου ενδέχεται να ενισχύσει βραχυπρόθεσμα τις εισφορές, ενώ μακροπρόθεσμα δημιουργεί πίεση στο σύστημα υγείας και αντικίνητρα για τους εργαζομένους. Ενώ η Ευρώπη προχωρά σε νομοθετικές παρεμβάσεις, η Ελλάδα συνεχίζει να αναζητά ένα θεσμικό πλαίσιο που θα συνδέει τις ώρες εργασίας με την παραγωγικότητα.
Πηγή περιεχομένου: in.gr
![]()
