Αναλύσεις της Eurobank αποκαλύπτουν την επιμονή της χαλαρότητας στην ελληνική αγορά εργασίας, επηρεαζόμενη από αναντιστοιχίες προσόντων. Η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει συνεχιζόμενη χαλαρότητα, σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, παρά την πρόσφατη σημαντική μείωση των ποσοστών ανεργίας. Αυτή η κατάσταση πιθανότατα απορρέει από την αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων που ζητούν οι εργοδότες και αυτών που διαθέτουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι. Επιπλέον, παρατηρείται χαμηλή συμμετοχή γυναικών και νέων στην αγορά εργασίας, κατατάσσοντας την Ελλάδα στα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην ΕΕ-27.
Η ομάδα ανάλυσης της Eurobank εξέτασε τη χαλαρότητα στην αγορά εργασίας από το 2009 έως το 2024. Στη βάση της Eurostat, η χαλαρότητα ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει ανεκπλήρωτη ανάγκη για απασχόληση. Συμπεριλαμβάνει τους ανέργους, τους υποαπασχολούμενους που επιθυμούν περισσότερες ώρες εργασίας, καθώς και άτομα που είναι διαθέσιμα αλλά δεν αναζητούν εργασία.
Η Eurostat αναγνωρίζει ότι για την ανάλυση της χαλαρότητας, είναι σημαντική η έννοια του εκτεταμένου εργατικού δυναμικού. Από το 2009 έως το 2024, η χαλαρότητα στην ελληνική αγορά εργασίας διαμορφώθηκε στο 24,7% του εκτεταμένου εργατικού δυναμικού. Η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη υψηλότερη θέση στην ΕΕ, πίσω από την Ισπανία.
Σημαντικό ρόλο στην χαλαρότητα παίζει το ποσοστό ανεργίας, το οποίο κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης έφτασε στο 34,3% το 2013. Ωστόσο, η σταδιακή μείωση της ανεργίας καθιστά την Ελλάδα πιο ανταγωνιστική εντός της ΕΕ, με το ποσοστό ανεργίας το 2024 να εκτιμάται στο 14,4%.
Η Eurobank επισημαίνει ότι η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις είναι επιτακτική για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας και να μειωθεί η ανεργία, με στόχο την αύξηση της απασχόλησης, ειδικά για γυναίκες και νέους.
Πηγή περιεχομένου: in.gr