Η πρόταση του ΣΕΒ αποτυπώνει τις προκλήσεις του ενεργειακού κόστους στην ελληνική βιομηχανία. Η ελληνική βιομηχανία αντιμετωπίζει ένα διαρκές πρόβλημα που απειλεί τη σταθερότητά της και έχει συστημικές επιπτώσεις. Το υψηλό ενεργειακό κόστος περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και περιορίζει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας. Παρά την αποκλιμάκωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 2022-2023, οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεχίζουν να πληρώνουν λογαριασμούς 12% έως 22% υψηλότερους από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Η διαφορά αυτή αντικατοπτρίζεται στο κόστος παραγωγής, όπου η ενέργεια παραμένει μια από τις πιο σημαντικές δαπάνες για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Στις τελευταίες εβδομάδες, οι συζητήσεις έχουν ενταθεί με τη συμμετοχή του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του υπουργείου Οικονομικών και εκπροσώπων της βιομηχανίας, με στόχο την επίτευξη μιας βιώσιμης λύσης. Στο προσκήνιο βρίσκεται ένα τριετές σχέδιο, με εκτιμώμενο κόστος έως 250 εκατομμύρια ευρώ, το οποίο μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ από τον Ιούλιο του 2025, εφόσον εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανάλογα με το ιταλικό μοντέλο. Οι διαβουλεύσεις αναμένονται να συνεχιστούν, στοχεύοντας στην εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ των ενεργοβόρων κλάδων και των δημοσίων οικονομικών.
Ο ΣΕΒ έχει παρουσιάσει το σχέδιο Energy Industrial Reset, το οποίο αποτελεί παραλλαγή του ιταλικού Energy Release. Η πρόταση προβλέπει την παραχώρηση μέσω ΔΑΠΕΕΠ περίπου 10 TWh ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως για τρία χρόνια, με τιμές γύρω από 55-60 ευρώ ανά MWh. Η ενέργεια θα προέρχεται από νέα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, τα οποία θα συνάπτουν συμβόλαια προμήθειας με τις βιομηχανίες. Ως αντάλλαγμα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επιστρέψουν διπλάσια ποσότητα ενέργειας στο σύστημα σε βάθος 20ετίας.
Η επίλυση του προβλήματος δεν είναι εύκολη, με τον Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς να προτείνει ένα μοντέλο που να καλύπτει όλες τις βιομηχανίες και όχι μόνο τους μεγάλους καταναλωτές. Η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας εκφράζει επιφυλάξεις σχετικά με την εφαρμογή του ιταλικού παραδείγματος στην ελληνική αγορά, επισημαίνοντας τις διαφορές στις διασυνδέσεις και τις ανάγκες ενέργειας.
Εν τω μεταξύ, οι επιπτώσεις του υψηλού ενεργειακού κόστους είναι ήδη ορατές, με την ελληνική βιομηχανία μετάλλου, τσιμεντοβιομηχανία και χημικούς κλάδους να πλήττονται περισσότερο, καθώς το ενεργειακό κόστος μπορεί να αντιπροσωπεύει έως και 40% της συνολικής παραγωγής. Η επίδραση αυτή επεκτείνεται και στον τομέα τροφίμων και ποτών, όπου η αύξηση του κόστους μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας.
Το ζήτημα του ενεργειακού κόστους έχει ευρύτερες συνέπειες για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, με την ανάγκη δημιουργίας ενός σταθερού πλαισίου λειτουργίας για την προσέλκυση επενδύσεων και τη διατήρηση θέσεων εργασίας να καθίσταται επιτακτική. Οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση πρέπει να καταλήξουν σύντομα σε μια βιώσιμη λύση, καθώς ο χρόνος λειτουργεί πιεστικά για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον.
Πηγή περιεχομένου: in.gr