Η υποτίμηση της εργασίας στην Ελλάδα έχει σοβαρές συνέπειες στην αγοραστική δύναμη και τις συνθήκες εργασίας. Η Ελλάδα όχι μόνο κατέχει τη δεύτερη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη, αλλά εμφανίζει επίσης το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην περιοχή, σύμφωνα με στοιχεία σε όρους Κοινής Αγοραστικής Δύναμης (PPP). Μετά το 2020, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα άρχισε να πλησιάζει εκείνη της Βουλγαρίας, και από τότε η διαφορά μεταξύ τους έχει επεκταθεί. Η μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) υπογραμμίζει την σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και την φτώχεια των εργαζομένων στην Ελλάδα. Αν και το υπουργείο Οικονομικών προσπάθησε να αμφισβητήσει τα ευρήματα αυτά, οι έρευνες στηρίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα, που έχουν δημοσιευθεί και από την Eurostat.
Όταν ρωτήθηκε αν η θέση της Ελλάδας έχει βελτιωθεί μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οικονομολόγος Βλάσης Μισσός απάντησε αρνητικά, δηλώνοντας: «Το δεδουλευμένο ωρομίσθιο παραμένει το χαμηλότερο στην ΕΕ27 και οι τάσεις δεν είναι ενθαρρυντικές.»
Η νέα μελέτη από το Levy Economics Institute επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες εργάζονται σκληρότερα για λιγότερα, συγκριτικά με άλλους Ευρωπαίους. Παρά την αύξηση της απασχόλησης και την πτώση της ανεργίας, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι κυρίως κακοπληρωμένες. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι, εν μέσω της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της αύξησης των ωρών εργασίας.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, η κατάσταση των μισθών και των εργασιακών συνθηκών απαιτεί άμεσες πολιτικές παρεμβάσεις και την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Προτείνουν την αναβάθμιση των προτύπων εργασίας και την προώθηση εγγυημένων θέσεων εργασίας με αποδοχές ανώτερες από τον κατώτατο μισθό.
Πηγή περιεχομένου: in.gr