Αναλύουμε την επίδραση των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό και τους κινδύνους που συνεπάγονται για την οικονομία. Είναι προφανές γιατί οι πολιτικοί προτιμούν τις αυξήσεις στον κατώτατο μισθό: χωρίς επαρκή χρήματα και με τη δέσμευση να καταπολεμήσουν την ανισότητα, οι κυβερνήσεις έχουν αξιοποιήσει ένα εργαλείο ανακατανομής που είναι ελάχιστα επιβλαβές για αυτές και κερδίζει ψήφους. Σύμφωνα με νέα ανάλυση του Economist, οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής είναι αρκετά σημαντικές.
Στον προϋπολογισμό της 26ης Νοεμβρίου, η Βρετανία αναμένεται να προχωρήσει σε αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος σήμερα ανέρχεται στο 61% του μέσου εισοδήματος, έναντι 48% πριν από μια δεκαετία. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, που εισήγαγε τον κατώτατο μισθό το 2015 και τον αύξησε στο 50% μέχρι το 2023.
Ωστόσο, το ομοσπονδιακό ποσοστό των ΗΠΑ παραμένει στα 7,25 δολάρια την ώρα από το 2009. Αν και πολλές πολιτείες και πόλεις, υπό τον έλεγχο των Δημοκρατικών, έχουν αυξήσει τον κατώτατο μισθό τους, οι τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι οι κατώτατοι μισθοί μπορεί να παραμορφώνουν τις οικονομίες.
Οι κυβερνήσεις ενδέχεται να διαπιστώσουν ότι η πρώιμη επιτυχία στην πολιτική των κατώτατων μισθών οδηγεί σε υπερβολική αυτοπεποίθηση που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες. Η έρευνα καταδεικνύει ότι οι μεγάλες αυξήσεις μπορούν να προκαλέσουν επιπτώσεις όπως η μείωση της πρόσληψης στις χαμηλότερες θέσεις εργασίας ή η υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας.
Επιπλέον, οι πολιτικοί πρέπει να λάβουν υπόψη τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής, καθώς οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών μπορεί να αυξάνουν τις τιμές, καθιστώντας την ζωή δυσκολότερη για τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Σύμφωνα με ανάλυση, υπάρχουν καλύτεροι τρόποι στήριξης των χαμηλόμισθων. Οι πιστώσεις φόρου για εργαζόμενους είναι πιο στοχευμένες προς τους φτωχούς και, αν χρηματοδοτηθούν από φόρους που προάγουν την ανάπτυξη, είναι λιγότερο επιβλαβείς για την οικονομία.
Πηγή περιεχομένου: in.gr
![]()
