Μελέτη αποκαλύπτει την πτωτική τάση στους μισθούς στην Ελλάδα, παρά τις αυξήσεις και το αυξανόμενο χάσμα με την Ευρώπη. Η αγοραστική δύναμη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στα κράτη-μέλη, όπως αποδεικνύεται από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS). Σύμφωνα με νέα μελέτη του ΚΕΠΕ, το χάσμα παραγωγικότητας και μισθών επηρεάζει άμεσα τις συνθήκες διαβίωσης και την ανισοκατανομή εισοδήματος. Κατά 7% αυξήθηκε ο μέσος μισθός στην Ελλάδα στην εξαετία, κατά 19% στην Ευρωζώνη. Η στασιμότητα της παραγωγικότητας στην Ευρωζώνη των 20 κρατών μελών επηρεάζει αρνητικά την αύξηση της προστιθέμενης αξίας των αγαθών και υπηρεσιών.
Η μελέτη αναλύει τρεις διαφορετικές περιόδους: στην πρώτη περίοδο (1995 Q1 έως 2009 Q1), η παραγωγικότητα αυξήθηκε γρηγορότερα από τους μισθούς, ενώ η τάση αυτή ανακόπηκε με την χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008. Κατά την τρίτη περίοδο (2020 Q3 έως 2024 Q4), η παραγωγικότητα φαίνεται να παραμένει στάσιμη, ενώ οι μεταβολές του μέσου μισθού διέρχονται από έντονες διακυμάνσεις.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ανησυχητική. Παρά τις αυξήσεις μισθών, η χώρα κατατάσσεται τρίτη από το τέλος στην ΕΕ, με τον μέσο προσαρμοσμένο μισθό πλήρους απασχόλησης να είναι μόλις 17.000 ευρώ ετησίως, ενώ για την ΕΕ των 27, ο μέσος όρος των αυξήσεων υπολογίζεται σε 19%.
Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι, αν και η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 1,2% μεταξύ 2019-2024, το μέσο ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%, υποδηλώνοντας αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των κερδών και εις βάρος των μισθών. Το 2024 το μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ αυξήθηκε στο 50,2%, ενώ το μερίδιο των μισθών υποχώρησε στο 35%. Αυτές οι εξελίξεις εγείρουν ερωτήματα για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ιδίως σε ένα πλαίσιο εντεινόμενης γεωπολιτικής αστάθειας.
Πηγή περιεχομένου: in.gr