Η φορολογική επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ δείχνει ότι οι εργαζόμενοι πληρώνουν σημαντικά περισσότερους φόρους. Με βάση την νέα έκθεση του ΟΟΣΑ Taxing Wages 2025, η Ελλάδα παραμένει στην 3η θέση από το τέλος στην ΕΕ αναφορικά με τις μέσες αποδοχές και στην τελευταία θέση ως προς την αγοραστική δύναμη. Η ανάλυση των στοιχείων σχετικά με τη φορολογική επιβάρυνση στην εργασία αναδεικνύει τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες εργαζόμενοι. Η αύξηση των εισοδημάτων μετά φόρων στην πλειονότητα των χωρών του ΟΟΣΑ το 2024 ήρθε ως αποτέλεσμα αμετάβλητων φορολογικών συντελεστών, αν και η ελληνική αγορά καταγράφει μια ελαφριά αύξηση λόγω των υψηλότερων μισθών.
Οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα χρηματοδοτούν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών παροχών, όμως η αποτελεσματικότητα αυτών δεν είναι πάντα ικανοποιητική. Σύμφωνα με την έκθεση, ένας μισθωτός χωρίς παιδιά με μέσο μισθό πληρώνει φόρους και εισφορές που αντιστοιχούν στο 39,3% του συνολικού κόστους απασχόλησης του εργοδότη του, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ανέρχεται στο 34,9%. Αυτή η διαφορά υπογραμμίζει την επιβάρυνση των Ελλήνων εργαζομένων σε σύγκριση με τους ομολόγους τους σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες.
Επιπλέον, η έκθεση καταδεικνύει ότι οι προσωπικές φορολογικές επιβαρύνσεις δεν διαφέρουν σημαντικά από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 25,8% στην Ελλάδα για το 2024. Ένας εργαζόμενος με μισθό 1.000 ευρώ μικτά απολαμβάνει καθαρές αποδοχές μόλις 742 ευρώ, με 258 ευρώ να καταλήγουν στα κρατικά ταμεία. Η δομή των φόρων στην Ελλάδα επικεντρώνεται κυρίως σε έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ, σε αντίθεση με τις βόρειες χώρες που στηρίζουν τις κοινωνικές τους πολιτικές μέσω άμεσων φόρων.
Στην έκθεση περιλαμβάνονται και πληροφορίες σχετικά με τις φοροαπαλλαγές, που καταδεικνύουν μείωση της φορολογικής υποχρέωσης ενός άγαμου εργαζόμενου κατά 1,9% κατά μέσο όρο, με μεγαλύτερη μείωση για τα παντρεμένα ζευγάρια.
Πηγή περιεχομένου: in.gr