Περισσότεροι από ένα στους τρεις Έλληνες ανηλίκους υποφέρουν από υλική στέρηση, αποκαλύπτοντας σοβαρές κοινωνικές ανισότητες. Το 2024, η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό παιδιών που υποφέρουν από υλική στέρηση, σύμφωνα με την Eurostat. Το 33,6% των παιδιών κάτω των 16 ετών στερείται βασικών αγαθών και υπηρεσιών λόγω οικονομικών περιορισμών, σε σύγκριση με το 13,6% στην ΕΕ. Αυτή η κατάσταση αποτυπώνει τη διαρκή απόσταση που χωρίζει τη χώρα μας από τους ευρωπαϊκούς στόχους κοινωνικής σύγκλισης.
Η Eurostat και η ΕΛΣΤΑΤ χρησιμοποιούν μια συγκεκριμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση της υλικής στέρησης. Τα απαραίτητα αγαθά για την αξιοπρεπή ζωή των παιδιών περιλαμβάνουν καινούργια ρούχα, επαρκή διατροφή με φρούτα, λαχανικά, κρέας και κοτόπουλο σε καθημερινή βάση. Οι περιορισμοί στην πρόσβαση σε τέτοια αγαθά, σε συνδυασμό με την απουσία συμμετοχής σε πολιτιστικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες, υποδεικνύουν τη βαθιά παιδική φτώχεια που ταλανίζει τη χώρα.
Η κατάσταση περιπλέκεται, καθώς οι γονείς, εργαζόμενοι υπό πιεστικές συνθήκες, δυσκολεύονται να προσφέρουν στα παιδιά τους τις απαραίτητες ευκαιρίες για κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Όταν το 60% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα αγωνίζεται να καλύψει τα βασικά του έξοδα, οι δραστηριότητες όπως οι εορτασμοί γενεθλίων ή οι οικογενειακές εξορμήσεις φαντάζουν απλησίαστες. Αυτή η πολυδιάστατη κατάσταση της παιδικής φτώχειας υποδεικνύει πως η κοινωνική ανισότητα επηρεάζει τις νέες γενιές.
Σύμφωνα με την Eurostat, το 2024, το 61,6% των παιδιών με γονείς που δεν έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση βιώνουν υλική στέρηση, ποσοστό που φτάνει το 16,1% για εκείνα με γονείς πτυχιούχους. Η διαφορά αυτή ενισχύει την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές κοινωνικής στήριξης και εκπαίδευσης, προκειμένου να μειωθούν οι ανισότητες που πλήττουν τα παιδιά στη χώρα μας.
Πηγή περιεχομένου: in.gr