Η κατάσταση του πληθωρισμού στην Ελλάδα και η επιρροή του στα νοικοκυριά, με θετικά αλλά και ανησυχητικά στοιχεία. Η είδηση ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 1,8% τον Σεπτέμβριο, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,2%), μπορεί να φαίνεται ενθαρρυντική, αλλά δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα για τα νοικοκυριά που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις πριν την ολοκλήρωση του μήνα. Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως δείκτης του κόστους ζωής. Αντιθέτως, οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι ενοικιαστές που καταβάλλουν μεγάλα ποσά για τη στέγαση τους αντιμετωπίζουν συνεχιζόμενη πίεση, παρά την επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής του ευρω-πληθωρισμού, που μειώθηκε από 3,1% τον Αύγουστο. Αυτές οι σωρευτικές ανατιμήσεις σε αγαθά και υπηρεσίες, που κατά μέσο όρο ξεπερνούν το 21% σε πενταετία, επιδρούν αρνητικά στην καθημερινότητα των Ελλήνων.
Η πρόσφατη αύξηση των νοικοκυριών που μόλις τα βγάζουν πέρα, φτάνοντας το 65% τον Σεπτέμβριο από 59% τον προηγούμενο μήνα, πιθανόν να οφείλεται σε αυτή τη συγκεντρωμένη κόπωση εξαιτίας της ακρίβειας. Η επιβράδυνση του εναρμονισμένου πληθωρισμού είναι θετική είδηση, αλλά δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό.
Η ανάλυση των στοιχείων της Eurostat αποκαλύπτει ότι η κύρια αιτία της επιβράδυνσης είναι η πτώση των τιμών ενέργειας, οι οποίες παρουσίασαν αρνητικό πληθωρισμό με υποχώρηση -3,7% σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2024. Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι το ίδιο ευνοϊκή για τα τρόφιμα και τις υπηρεσίες, όπου οι ανατιμήσεις συνεχίζονται, εγείροντας ανησυχίες για την καταναλωτική δαπάνη.
Αντικείμενο μελλοντικής προσοχής παραμένουν και οι διαφορές του δομικού πληθωρισμού στην Ελλάδα, ο οποίος κινείται στο 2,6%, υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,3%). Ακόμη, η αύξηση του μηνιαίου πληθωρισμού κατά 0,6% σε σύγκριση με τον Αύγουστο, εντείνει τις ανησυχίες για τη συνέχιση των οικονομικών πιέσεων.
Πηγή περιεχομένου: in.gr