Αύξηση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, νέο ψηφιακό μητρώο για τη διαφάνεια και τον έλεγχο των χρεών. Μετά την ολοκλήρωση του πρώτου τριμήνου του 2026, πρόκειται να αρχίσει η δημοσιοποίηση των φορέων του Δημοσίου που δεν καταβάλλουν τις οφειλές τους προς ιδιώτες. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου ανέρχονται σε 3,8 δισεκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των επιστροφών φόρων, και δημιουργούν μια ασφυκτική κατάσταση για την οικονομία. Δημόσιοι οργανισμοί όπως νοσοκομεία και ασφαλιστικά ταμεία εξακολουθούν να καθυστερούν τις πληρωμές τους, παρά τις προειδοποιήσεις από το Υπουργείο Οικονομικών.
Μέχρι σήμερα, δεν υπήρχε αναλυτική καταγραφή των οφειλών του Δημοσίου, γεγονός που αλλάζει με την υιοθέτηση της ψηφιακής πλατφόρμας οφειλών. Η πλατφόρμα αυτή θα καταγράφει τα τιμολόγια και τις πληρωμές σε πραγματικό χρόνο, δίνοντας τη δυνατότητα στο Υπουργείο Οικονομικών να παρακολουθεί τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Αυτή η εξέλιξη επιδιώκει την εξάλειψη της αδιαφάνειας που χαρακτήριζε το Δημόσιο, επιτρέποντας την άμεση καταγραφή των χρεών από τη στιγμή της δημιουργίας τους.
Στο πλαίσιο αυτό, συγκροτείται και η Επιτροπή Εποπτείας Οφειλών, υπεύθυνη για την παρακολούθηση των πληρωμών και τον εντοπισμό των φορέων που καθυστερούν. Από το πρώτο τρίμηνο του 2026, ξεκινά η δημοσιοποίηση στοιχείων των φορέων που παραλείπουν τις πληρωμές τους για πάνω από 90 ημέρες, μια κίνηση που αναμένεται να ενισχύσει τη διαφάνεια και να προωθήσει την έγκαιρη εξόφληση των υποχρεώσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία του Αυγούστου, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ανήλθαν σε 2,954 δισεκατομμύρια ευρώ. Η μεγαλύτερη πηγή οφειλών παραμένουν τα νοσοκομεία, τα οποία παρουσίασαν αύξηση των χρεών τους, υπογραμμίζοντας τη χρόνια αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Η μετάβαση στη ψηφιακή εποχή με την εισαγωγή του νέου ηλεκτρονικού μητρώου ληξιπρόθεσμων οφειλών αναμένεται να βελτιώσει την κατάσταση, επιτρέποντας τον άμεσο έλεγχο και την παρέμβαση των εποπτικών αρχών. Με τη δημοσιοποίηση των ασυνεπών φορέων, το Δημόσιο στοχεύει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Πηγή περιεχομένου: in.gr