Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για την ανάγκη μετάβασης της χώρας σε ένα διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο. Συχνά, η συζήτηση αυτή διεξάγεται με όρους ιδεολογικής φόρτισης ή και υπερβολικών απλουστεύσεων: άλλοτε γίνεται λόγος για την ανάγκη ενίσχυσης της βιομηχανίας, άλλοτε για τη μείωση της εξάρτησης από τις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Σπανίως, όμως, εξετάζεται το θέμα με βάση τα πραγματικά δεδομένα, τις δημοσιονομικές συνθήκες και το αναπτυξιακό πλαίσιο που θέτει η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι όμως, χωρίς σαφή επίγνωση αυτών των παραμέτρων, ο όρος «παραγωγικό μοντέλο» παραμένει ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, κενό ουσιαστικού περιεχομένου.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μια σειρά από διαρθρωτικές αδυναμίες. Η υπέρμετρη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στη δημιουργία του ΑΕΠ, το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και το επίμονα αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δείχνουν ότι η χώρα δεν παράγει αρκετά εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες προς εξαγωγή. Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι τομείς με διεθνή προσανατολισμό δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλά κομμάτι της λύσης. Κι όμως, η δημόσια συζήτηση συνεχίζει να παρουσιάζει τον τουρισμό ως έναν τομέα που μονοπωλεί πόρους εις βάρος άλλων δραστηριοτήτων, αγνοώντας ότι στην πραγματικότητα λειτουργεί ως σταθεροποιητικός μηχανισμός για ολόκληρη την οικονομία.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Το 2024, οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό ξεπέρασαν τα 21 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας άμεσα στο 13% του ΑΕΠ. Επιπλέον, το 84% των εισπράξεων προέρχεται από το εξωτερικό, γεγονός που μεταφράζεται σε καθαρά εξαγωγική δραστηριότητα, και επιτρέπει την κάλυψη άνω του 70% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Η συνολική επίδραση του τουριστικού τομέα στην οικονομία, αν συνυπολογιστούν οι έμμεσες και οι επαγόμενες επιδράσεις, φτάνει σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των οικονομικών ινστιτούτων τα 80 δισ. ευρώ. Παράλληλα, ο τομέας συνεχίζει να λειτουργεί θετικά στο ισοζύγιο απασχόλησης και να ενισχύει την κοινωνική συνοχή, ιδιαίτερα σε περιοχές με περιορισμένες εναλλακτικές μορφές παραγωγής.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι η μεταποίηση δεν έχει καταγράψει πρόοδο. Το αντίθετο. Την τελευταία δεκαετία, ο κλάδος ανέκαμψε σταθερά: η προστιθέμενη αξία αυξήθηκε, η παραγωγή έφτασε σε υψηλά 15ετίας, και οι εξαγωγές (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) υπερδιπλασιάστηκαν. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στον κλάδο τριπλασιάστηκαν, ενώ ενισχύθηκε ιδιαίτερα ο τομέας τροφίμων και ποτών. Ωστόσο, το εμπορικό έλλειμμα της μεταποίησης παραμένει υψηλό -25 δισ. ευρώ το 2022- γεγονός που υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη σημασία του τουρισμού, ο οποίος μπορεί να απορροφήσει κραδασμούς και να συμβάλει στην ευρύτερη εξωτερική ισορροπία της οικονομίας.
Συνεπώς, το ερώτημα δεν μπορεί να είναι «τουρισμός ή βιομηχανία». Το πραγματικό ερώτημα είναι πώς θα αξιοποιηθούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε τομέα, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα πλέγμα εξωστρεφών δραστηριοτήτων με αμοιβαία ενίσχυση. Οι πιο άμεσοι ανταγωνιστές μας, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, αποδεικνύουν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Στην Πορτογαλία, ο τουρισμός συνεισφέρει στο 16% του ΑΕΠ και η μεταποίηση στο 12%. Στην Ισπανία, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 13% και 11%. Δεν πρόκειται για δίλημμα, αλλά για αλληλοτροφοδοτούμενους πυλώνες ανάπτυξης.
Η σημασία του τουρισμού δεν περιορίζεται στους μακροοικονομικούς δείκτες. Ο τομέας αυτός παίζει καίριο ρόλο στη δημογραφική σταθερότητα των νησιών και των παραμεθόριων περιοχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μόνες περιφέρειες που κατέγραψαν αύξηση πληθυσμού την τελευταία δεκαετία ήταν αυτές με έντονη τουριστική δραστηριότητα: το Νότιο Αιγαίο, η Κρήτη και, σε μικρότερο βαθμό, τα Ιόνια Νησιά. Όσο πιο τουριστικά ανεπτυγμένη είναι μια περιοχή, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να έχει αυξηθεί ο πληθυσμός της, ενώ σε περιοχές χαμηλής τουριστικής ανάπτυξης παρατηρείται εντονότερη εγκατάλειψη. Σε πολλές περιπτώσεις, ο τουρισμός λειτουργεί ως το μοναδικό αντίβαρο απέναντι στην ερήμωση – και αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε νησιωτικές ή απομονωμένες περιοχές με εθνικό αποτύπωμα.
Ο τουρισμός ενισχύει επίσης την απασχόληση κοινωνικά ευαίσθητων ομάδων. Το 47% των εργαζομένων στον τομέα είναι γυναίκες -ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο της οικονομίας- ενώ ένα τρίτο των εργαζομένων είναι ηλικίας κάτω των 30 ετών. Ο τομέας αυτός στηρίζει τη μικροεπιχειρηματικότητα, προσφέρει εισόδημα σε τοπικές κοινωνίες και λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με εγχώρια παραγόμενες υπηρεσίες και προϊόντα.
Αν κάτι προκύπτει με σαφήνεια από όλα τα παραπάνω, είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να απορρίπτει ή να υποτιμά ό,τι λειτουργεί. Δεν μπορεί να υιοθετεί τεχνητούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε τομείς που έχουν αποδείξει τη δυναμική και την εξωστρέφειά τους. Ο τουρισμός και η βιομηχανία μπορούν να συνυπάρξουν, να ενισχυθούν και να συμβάλουν από κοινού στην οικοδόμηση μιας πραγματικά βιώσιμης και ανταγωνιστικής οικονομίας. Αρκεί να τους δούμε χωρίς προκαταλήψεις.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ