Η ΤτΕ αναδεικνύει το πρόβλημα της προσιτής στέγασης στην Ελλάδα, με πολλούς πολίτες να δαπανούν σημαντικό ποσοστό του εισοδήματός τους. Η πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαιώνει ότι η στέγαση στην Ελλάδα είναι πιο ακριβή από κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σχέση με το εισόδημα των κατοίκων. Η χώρα μας κατατάσσεται τελευταία στον τομέα της προσιτότητας στέγασης ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ. Σχεδόν το 30,9% των ελληνικών νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για το στεγαστικό κόστος, κάτι που αναδεικνύει τη σοβαρότητα του ζητήματος.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι το ποσοστό των νοικοκυριών που πλήττονται από υπερεπιβάρυνση στο κόστος στέγασης αυξήθηκε από 28,7% το 2018 σε 30,9% το 2021. Η αύξηση αυτή καταγράφηκε τόσο σε αστικές όσο και σε μη αστικές περιοχές, με τις αστικές να έχουν τα υψηλότερα ποσοστά, φτάνοντας το 32,2%. Στις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές, οι αντίστοιχες τιμές είναι 28,8% και 27,7%.
Η γεωγραφική κατανομή των δεδομένων δείχνει μεγάλες διαφοροποιήσεις, με το Νότιο Αιγαίο να έχει το υψηλότερο ποσοστό υπερεπιβάρυνσης, φτάνοντας το 45,7%. Αντίθετα, η Κεντρική Ελλάδα παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό, με 23,4%.
Ειδικά για τους νέους ενοικιαστές, το πρόβλημα γίνεται εντονότερο, καθώς περίπου το 60% των νοικοκυριών που ενοικιάζουν καταβάλουν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση. Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην προσιτότητα, με τα νεότερα νοικοκυριά να είναι πιο ευάλωτα.
Η εκπαίδευση σχετίζεται επίσης με την προσιτότητα στέγασης, με τα νοικοκυριά υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου να αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνει μια σειρά μέτρων, συμπεριλαμβανομένων επιδομάτων στέγασης και κοινωνικής στέγασης, προκειμένου να υποστηριχθούν τα ευάλωτα νοικοκυριά και να ρυθμιστεί η αγορά ακινήτων.
Πηγή περιεχομένου: in.gr