«Το μέλλον της εργασίας δεν είναι μια δυαδική επιλογή μεταξύ ανθρώπων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας συμβιωτικής σχέσης, όπου το καθένα από τα δύο μέρη ενισχύει τα δυνατά σημεία του άλλου. Σε κάθε περίπτωση, η ανθρωποκεντρική προσέγγιση είναι χρήσιμο να παραμείνει το κλειδί για την αγορά εργασίας».
Αυτό δήλωσε η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Άννα Ευθυμίου, η οποία συμμετείχε στο Digital World Summit Greece 2025 του ελληνικού Chapter του Internet Governance Forum των Ηνωμένων ως ομιλήτρια σε πάνελ με θέμα το AI Realities: Policy, Power & Possibilities.
Η συζήτηση συντονίστηκε από τον Χαράλαμπο Τσέκερη, προεδρεύοντα & αντιπρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής & Τεχνοηθικής, ενώ στο πάνελ συμμετείχαν επίσης η Μυλαΐδη Στούμπου, Regional Director της Microsoft, καθώς και ο Στέφανος Κόλλιας, πρόεδρος του Εθνικού Δικτύου Υποδομών, Τεχνολογίας και Έρευνας.
Παίρνοντας τον λόγο, η υφυπουργός τόνισε ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δημιουργεί προκλήσεις για το παραδοσιακό μοντέλο της αγοράς εργασίας. «Το οποίο πλέον φαίνεται ότι ανατρέπεται από τη στιγμή που η εκμάθηση μιας μόνο δεξιότητας πολύ πιθανόν δεν θα έχει τη δυνατότητα για αρκετούς εργαζόμενους να εξασφαλίσει εργασία ως τη συνταξιοδότηση, όπως προκύπτει και από σχετικές έρευνες».
Όπως είπε, «το υπουργείο Εργασίας, για να ενισχύσει την αγορά εργασίας μέσω της Τεχνητής Νοημοσύνης, δίνει έμφαση σε δύο πρωτοβουλίες. Η πρώτη αφορά τη χαρτογράφηση των αναγκών της αγοράς εργασίας σε πραγματικό χρόνο και στο προσεχές μέλλον, δηλαδή τις ανάγκες για νέες ειδικότητες και δεξιότητες που αναδεικνύει η εκτεταμένη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην αγορά εργασίας. Η δεύτερη πρωτοβουλία είναι ότι επικεντρωνόμαστε στη βελτίωση των δεξιοτήτων και στην αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού, διασφαλίζοντας ότι οι εργαζόμενοι έχουν όλα τα εφόδια για να ευδοκιμήσουν σε αυτό το νέο περιβάλλον. Τα τελευταία χρόνια, είναι σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα reskilling και upskilling, με έμφαση στις ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες, το οποίο εκπονεί η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ). Χρησιμοποιούμε την Τεχνητή Νοημοσύνη για να κάνουμε τη διάγνωση των αναγκών του καταρτισμένου και να τον οδηγήσουμε σε αλλαγές και δεξιότητες, ώστε να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις νέες ανάγκες.»
Βέβαια, στην ίδια κατεύθυνση, το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι επιχειρήσεις, επενδύοντας στην κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού τους με βάση τις νέες δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη αναμένεται να έχει αντίκτυπο στις ευκαιρίες απασχόλησης, μέσα από τη χρήση της για τον εντοπισμό κενών δεξιοτήτων και στην πρόβλεψη των αναγκών της αγοράς εργασίας.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον αντίκτυπό της σε κάποια επαγγέλματα, την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και τη διατήρηση των ανθρώπινων αξιών σε έναν όλο και πιο αυτοματοποιημένο κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κανονισμός AI ACT της ΕΕ, το πρώτο παγκοσμίως κανονιστικό πλαίσιο για την Τεχνητή Νοημοσύνη, επιζητά να εξισορροπήσει ευρωπαϊκές αξίες, όπως η ιδιωτικότητα και η ελευθερία, συνδυαστικά με την ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη και υποστήριξη των εταιριών που αναπτύσσονται αλματωδώς στην Ευρώπη».
Κλείνοντας, η υφυπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη προαναγγέλλει έναν κόσμο όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με τρεις κυρίως τρόπους: ο πρώτος από τον άνθρωπο, ο δεύτερος από τη μηχανή και ο τρίτος από τη συνεργασία ανθρώπου και μηχανής.
«Είναι σημαντικό να δοθεί προτεραιότητα στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την ηθική κατά την ανάπτυξη συστημάτων Τεχνητής Νοημοσύνης. Το μέλλον της εργασίας δεν είναι μια δυαδική επιλογή μεταξύ ανθρώπων και Τεχνητής Νοημοσύνης. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας συμβιωτικής σχέσης, όπου το καθένα από τα δύο μέρη ενισχύει τα δυνατά σημεία του άλλου. Απαιτούνται αντανακλαστικά, παιδεία, κριτική σκέψη και ενσυναίσθηση. Ό,τι μας ξεχωρίζει δηλαδή από την Τεχνητή Νοημοσύνη. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν είναι να καλλιεργήσουμε τη φυσική νοημοσύνη».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ