Στην ανάγκη ανανέωσης της δημόσιας ζωής με ανθρώπους που διαθέτουν εμπειρία και από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και αίσθηση δημόσιας προσφοράς, στάθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας σε φοιτητές της Σχολής Διακυβέρνησης Blavatnik (BSG) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σε συζήτηση με την καθηγήτρια Παγκόσμιας Οικονομικής Διακυβέρνησης και κοσμήτορα της Σχολής, Νγκάιρ Γουντς.
Ο πρωθυπουργός περιέγραψε την πορεία του από τον ιδιωτικό τομέα στην πολιτική, τονίζοντας ότι δεν είδε «ποτέ την πολιτική ως δεδομένη καριέρα», παρά το γεγονός ότι προέρχεται από πολιτική οικογένεια. «Αν έχεις ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και παρ’ όλα αυτά δεν κάνεις το βήμα να συμμετάσχεις στα κοινά, πώς μπορείς να πείσεις άλλους, χωρίς τα ίδια προνόμια, να το κάνουν;» είπε, προσθέτοντας ότι η κληρονομιά ενός «βαριού» ονόματος είναι από την μια πλεονέκτημα και από την άλλη παγίδα. «Είναι πιο εύκολο να κερδίσεις την πρώτη εκλογή, αλλά πολύ δυσκολότερο να αποδείξεις ότι αξίζεις πέρα από το όνομα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι η Ελλάδα «ουσιαστικά χρεοκόπησε το 2010» και ότι οι επιλογές που έγιναν το 2015 «παρέτειναν άσκοπα την κρίση για άλλα τέσσερα χρόνια». Όπως είπε, όταν η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 2019 είχε «πολύ σαφές σχέδιο» για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, τη μείωση της γραφειοκρατίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους.
«Σήμερα η Ελλάδα τρέχει με ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μειώνει με ταχύτερους ρυθμούς το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και έχει ξανακερδίσει την επενδυτική βαθμίδα», σημείωσε, προσθέτοντας ότι στόχος είναι «να συγκλίνουμε με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γιατί στην ουσία χάσαμε μια δεκαετία». Τόνισε, πάντως, πως οι μακροοικονομικοί δείκτες «δεν έχουν νόημα αν δεν συνδέονται με την καθημερινότητα των πολιτών» και αναγνώρισε ότι το κόστος ζωής είναι «το νούμερο ένα ζήτημα» σήμερα για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στην κρίση εμπιστοσύνης προς την πολιτική και στον ρόλο των κοινωνικών δικτύων. Ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «τοξικότητα του δημόσιου διαλόγου» και προειδοποίησε ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να εκτοξεύσει την παραπληροφόρηση σε νέα κλίμακα. «Όλες οι κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά ευάλωτες σε ένα περιβάλλον όπου τα fake news διαδίδονται αστραπιαία», είπε.
Παραδέχτηκε ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης δεν λειτούργησαν όπως είχε σχεδιαστεί και για αυτό τροποποιήθηκαν, επιμένοντας όμως ότι «η λύση δεν μπορεί να είναι ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου». Κάλεσε τους νέους «να διασταυρώνουν μόνοι τους τις πληροφορίες» και παραδέχτηκε πως ακόμη και οι πιο έμπειροι πολιτικοί «δεν είναι άτρωτοι» στις προσωπικές επιθέσεις που δέχονται οι ίδιοι και οι οικογένειές τους στο διαδίκτυο.
Σε ερώτηση για τη διαχείριση της σχέσης με την Κίνα και τις ΗΠΑ, ο κ. Μητσοτάκης μιλώντας για την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, υπενθύμισε ότι η αρχική συμφωνία έγινε το 2008, «όταν κανείς άλλος δεν ενδιαφερόταν». «Είμαστε μια κυβέρνηση που σέβεται τα συμβόλαια που έχουν υπογραφεί. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με στρατηγική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε, σημειώνοντας ότι η χώρα αξιοποιεί τη γεωγραφική της θέση ως ενεργειακό κόμβο για τη μεταφορά αμερικανικού LNG προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.
Ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η μεγάλη πρόκληση είναι «όχι μόνο πώς η Ελλάδα ισορροπεί ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, αλλά πώς η ίδια η Ευρώπη μπορεί να σταθεί ως αυτόνομος πόλος», ιδίως στον τομέα της άμυνας, της ενέργειας, της τεχνολογίας και των κεφαλαιαγορών. «Τα επόμενα πέντε χρόνια της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα είναι απολύτως καθοριστικά. Αν δεν γίνουν ουσιαστικά βήματα, φοβάμαι ότι οι απαισιόδοξοι θα δικαιωθούν», σημείωσε με νόημα.
Περιγράφοντας τη φιλοσοφία διακυβέρνησης που ακολουθεί, ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι δεν νιώθει άβολα με την κριτική πως «τρέχει την κυβέρνηση σαν επιχείρηση». Υπενθύμισε ότι ο πρώτος νόμος που ψήφισε το 2019 αφορούσε τον τρόπο λειτουργίας του κυβερνητικού μηχανισμού, με σαφή προγραμματισμό, δείκτες απόδοσης και λογοδοσία. «Η διακυβέρνηση είναι σε μεγάλο βαθμό μια επιστήμη. Δεν μπορείς να διαχειρίζεσαι ένα τόσο πολύπλοκο σύστημα μόνο με διαίσθηση και ένστικτο», σημείωσε, τονίζοντας παράλληλα πως πρόκειται για «συνεχή άσκηση διαχείρισης αλλαγής» μέσα στη δημόσια διοίκηση.
Τέλος, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην ανάγκη προσέλκυσης ικανών στελεχών στη δημόσια υπηρεσία παραδεχόμενος ότι «στις δυτικές δημοκρατίες οι αμοιβές δεν είναι συγκρίσιμες με τον ιδιωτικό τομέα». Όπως είπε, η απάντηση βρίσκεται στην παροχή πραγματικών προοπτικών εξέλιξης και στην καλλιέργεια αισθήματος προσφοράς.
Στο κλείσιμο της συζήτησης, η καθηγήτρια Γουντς ανακοίνωσε πως από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, η σχολή της θα δίνει μια υποτροφία σε έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα που έχει διαπρέψει σε δημόσια υπηρεσία. Η υποτροφία αυτή θα στηρίζεται από τον δωρητή της σχολής σερ Λέοναρντ Μπλαβάτνικ και θα δίνει την δυνατότητα στον Έλληνα φοιτητή να φοιτά στη Σχολή Διακυβέρνησης Blavatnik, μαζί με συμφοιτητές από περίπου 60 χώρες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
![]()
