Αναλύουμε πώς η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ευημερία, παρά τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη. Η έρευνα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη (AI) προοιωνίζεται σημαντικές και δραματικές μεταβολές στην αγορά εργασίας και στην οικονομία. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αναμένεται ότι η AI θα επηρεάσει σχεδόν το 40% των θέσεων εργασίας παγκοσμίως. Η Goldman Sachs προβλέπει ότι θα αυξήσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 7 τρισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε 10 χρόνια. Αυτή η εκτίμηση επιβεβαιώνεται από τις απόψεις της McKinsey, η οποία αναμένει ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της τάξεως των 17,1 με 25,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Ωστόσο, σε μια νέα εργασία του καθηγητή του MIT Daron Acemoglu, η εκτίμηση αυτή προσεγγίζεται με πιο συντηρητικό τρόπο. Ο Acemoglu καταλήγει ότι το ΑΕΠ θα αυξάνεται, αλλά η συνολική ευημερία των ανθρώπων θα μειώνεται.
Ο Acemoglu υποστηρίζει ότι σχεδόν το 20% των εργασιών στην αγορά εργασίας των ΗΠΑ θα μπορούσε να αντικατασταθεί από την τεχνητή νοημοσύνη. Ωστόσο, μόλις το 5% αυτών θα είναι εφικτό να εκτελούνται επιτυχώς από την AI. Εκτιμά ότι η συνολική αύξηση της παραγωγικότητας, που απορρέει από την τεχνητή νοημοσύνη, τα επόμενα 10 χρόνια θα είναι μόλις 0,7%. Ο Acemoglu επισημαίνει επίσης ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της AI μπορούν να επιδεινώσουν τις κοινωνικές ανισότητες, επηρεάζοντας κυρίως τους εργαζόμενους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
Αν και η τεχνητή νοημοσύνη προσφέρει πολλές δυνατότητες, η εφαρμογή της σε ακατάλληλους τομείς μπορεί να εμποδίσει την επίτευξη των υποσχέσεων της. Η στήριξη της έρευνας πρέπει να επικεντρώνεται στη δημιουργία αξιόπιστων πληροφοριών και στη βελτίωση των εργαλείων που θα επιτρέψουν στους εργαζόμενους να αναδείξουν τις ικανότητές τους, αντί να υποκαθιστούν την ανθρώπινη εργασία.
Πηγή περιεχομένου: in.gr