Η ευλογιά των αιγοπροβάτων περιορίζει τις παραδοσιακές μετακινήσεις κτηνοτρόφων

Η ευλογιά των αιγοπροβάτων περιορίζει τις παραδοσιακές μετακινήσεις κτηνοτρόφων

Ο 49χρονος Αργύρης Μπαϊρακτάρης είναι ένας από τους τελευταίους κτηνοτρόφους που εξακολουθούν να διασχίζουν πεζοί τη χώρα με τα κοπάδια τους, όπως έκαναν και οι πρόγονοί τους επί αιώνες. Ανήκει στους περίπου 3.000 μετακινούμενους κτηνοτρόφους που συνεχίζουν ακόμη την παράδοση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, με τους 1.500 από αυτούς να αλλάζουν νομό, περπατώντας για περισσότερες από δέκα ημέρες. Από το σύνολο αυτό, οι 200 προέρχονται από τη Δυτική Μακεδονία, το 80% από τη Θεσσαλία, ενώ ο ίδιος διανύει κάθε χρόνο τη διαδρομή από τον Αυγερινό στον Τύρναβο μέσα σε 12 ημέρες.

Στη Δυτική Μακεδονία, σε ορεινές περιοχές της Πίνδου, κοντά στα σύνορα των νομών Γρεβενών και Κοζάνης, βρίσκονται χωριά με έντονη παράδοση στη μετακινούμενη κτηνοτροφία, όπως η Σαμαρίνα, ο Ζιάκας, ο Αυγερινός, η Βλάστη, η Δέρνα και το Μεσολούρι, τόποι από τους οποίους εξακολουθούν να ξεκινούν οι εναπομείναντες κτηνοτρόφοι, ακολουθώντας τα βήματα γενεών που πορεύτηκαν πριν από αυτούς.

Οι ριζικές αλλαγές που επέβαλλαν οι ζωονόσοι έχουν ανατρέψει την κτηνοτροφία. Εδώ και δύο χρόνια, οι συνθήκες έχουν αλλάξει ριζικά και τα αυστηρά μέτρα που έχουν επιβληθεί λόγω εκδήλωσης των ζωονόσων “μας έχουν δέσει χειροπόδαρα, εμάς και τα ζώα”, λέει μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο τρίτης γενιάς μετακινούμενος κτηνοτρόφος, Αργύρης Μπαϊρακτάρης.

Για τέταρτη φορά φέτος, τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι που αλλάζουν νομό και διασχίζουν τη χώρα περπατώντας για ημέρες, μετέφεραν τα κοπάδια τους με φορτηγά, σε ελεγχόμενες και ασφαλείς συνθήκες, μακριά από το παλιό ταξίδι με τα πόδια. “Δεν διαβαίνουμε πια τη Βλαχόστρατα μαζί με τα ζώα”, μας αναφέρει με πικρία και εξηγεί: “Την κάνουμε μέσα σε λίγες ώρες, κλεισμένοι στην καμπίνα, παρακολουθώντας το ίδιο τοπίο από το παρμπρίζ.”

Η φωνή του Αργύρη και η ζωή των δύο πατρίδων – Χειμαδιά και Βουνό είναι χαρακτηριστικά σύνθετης ταυτότητας. Η πρώτη συμμετοχή του Αργύρη Μπαϊρακτάρη στη μεγάλη μετακίνηση έγινε το 1994, στα 17 του χρόνια, με άδεια από το σχολείο, όπως θυμάται και χαμογελά. Ο πατέρας του ξεκίνησε το ταξίδι αυτό ήδη από το 1960, τότε που η διαδρομή γινόταν αποκλειστικά με τα πόδια, από τα χειμαδιά στα βουνά και πίσω. Μόνο στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εμφανίστηκαν τα πρώτα φορτηγά, αλλά μέχρι τότε η μετακίνηση ήταν μια επίπονη, αλλά κυρίως ιερή διαδρομή.

Για τον ίδιο, όπως και για πολλούς μετακινούμενους κτηνοτρόφους, η ζωή δεν είναι μία, αλλά δύο. Όπως μας λέει, τον χειμώνα ζει στον Τίρναβο και το καλοκαίρι στον Αυγερινό. “Δύο σπίτια, δύο νοικοκυριά, δύο στάβλοι, δύο αρμεχτήρια. Διπλά έξοδα, διπλή φροντίδα, αλλά και διπλή καθημερινότητα, διπλή ρίζα”, σημειώνει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι η μετακίνηση δεν είναι πια υπόθεση των αντρών, αφού σήμερα φεύγει ολόκληρη η οικογένεια.

“Οι γυναίκες μαγειρεύουν, φροντίζουν, αρμέγουν. Οι άντρες οδηγούν, κουβαλάνε, οργανώνουν. Όλοι δουλεύουν, όλοι προσφέρουν. Τα παιδιά, βέβαια, δεν τα παίρνουν μαζί πια. Ζουν στη Λάρισα για να πάνε σχολείο, αλλά το καλοκαίρι επιστρέφουν και ξαναπιάνουν τον σφυγμό της ‘αγέλης’ όπως ο παππούς τους, όπως κι ο πατέρας τους”, μας τονίζει.

Η ζωή αυτή μοιάζει με τον βοσκότοπο, καθώς απλώνεται σε πλαγιές, σε εποχές, σε χιλιόμετρα και δεν χωράει σε ένα σπίτι, ούτε σε μια μνήμη. “Είναι δύο πατρίδες και καμιά δεν είναι ‘πιο’ πατρίδα από την άλλη”, επισημαίνει.

Το διαταραγμένο βιολογικό ρολόι ζώων και μετακινούμενων κτηνοτρόφων έχει γίνει θέμα ανησυχίας. Τα ζώα έχουν μνήμη πιο δυνατή από τους ανθρώπους, μας σημειώνει ο κ. Μπαϊρακτάρης και εξηγεί, “θυμούνται κάθε πέρασμα, κάθε στροφή, κάθε κονάκι που έχουν συνηθίσει. Ξέρουν πότε έρχεται η άνοιξη και τι σημαίνει αυτή για εκείνα: δρόμος, φύση, βουνό.”

Θέλοντας να μας βάλει στη ψυχολογία των ζώων, περιγράφει μια στιγμή που λέει πολλά: “Μια χρονιά αργήσαμε να φύγουμε.”, θυμάται. “Τα ζώα άρχισαν να ανησυχούν. Μόλις άκουγαν το φορτηγό του γαλατά να πλησιάζει, σήκωναν τα κεφάλια τους. Νόμιζαν πως ήρθε η ώρα να φορτωθούν και να φύγουν. Ήταν έτοιμα. Το βουνό τα περίμενε.” Μας εξηγεί, ότι δεν πρόκειται για υπερβολή, ούτε για ρομαντική προβολή, αλλά για συνήθεια, βιολογία, ρυθμό της φύσης· ότι είναι το σώμα που θυμάται, ακόμα κι όταν το μυαλό ξεχνά.

Σε παρόμοια ψυχολογία βρίσκονται και οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι, που ξέρουν καλά πως η επιβίωση στηρίζεται στην κίνηση, στην αλλαγή τόπου, στην αναζήτηση βοσκής και ισορροπίας. “Και για τις δύο πλευρές, ζώα και μετακινούμενους κτηνοτρόφους, το βιολογικό ρολόι έχει διαταραχθεί και ο χρόνος δεν κυλά πια όπως πριν, αλλά μοιάζει να έχει σπάσει”, επισημαίνει.

Η μετακινούμενη κτηνοτροφία είναι μέρος της ψυχής μας, της παράδοσης και της ταυτότητάς μας, απαντά ο Αργύρης και σημειώνει εμφατικά ότι η μετακίνηση των κοπαδιών δεν είναι πια απλώς ανάγκη επιβίωσης, αλλά μια γιορτή, μια επιστροφή στις ρίζες, που καθορίζει την ύπαρξη και το νόημα της ζωής τους.

Βέβαια, το μέλλον δεν προοιωνίζεται ευοίωνο για την μετακινούμενη κτηνοτροφία, λόγω της απουσίας πολιτικής στήριξης και των περιορισμών. “Μας προκαλούν έντονη ανησυχία”, επισημαίνει, “η μετακινούμενη κτηνοτροφία κινδυνεύει να χαθεί και μαζί της ένα ολόκληρο κομμάτι της ελληνικής υπαίθρου.”

Η μετακινούμενη κτηνοτροφία δεν είναι μόνο μια πρακτική επιβίωσης, είναι και ένα οικοσύστημα σε κίνηση. “Δεν είναι μόνο επάγγελμα”, λέει ο ίδιος εμφατικά και προσθέτει: “Είναι ο τρόπος που λειτουργεί η φύση, η διαχείριση του τοπίου, η προστασία των βοσκοτόπων και η ισορροπία του οικοσυστήματος.” Τα κοπάδια διατηρούν το τοπίο καθαρό και ανοίγουν μονοπάτια στη γη.

Η απώλεια της μετακινούμενης κτηνοτροφίας είναι επίσης και η απώλεια της ισχυρής οικολογικής παρουσίας των ζώων στα βουνά και τα πεδινά. “Η ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, μέσω των ζώων, ήταν πάντα το σημείο ισχυρής ισορροπίας στην ύπαιθρο της Ελλάδας.”

Ο Αργύρης ανησυχεί για το μέλλον. Οι νέοι δεν έρχονται στο επάγγελμα. “Χωρίς στήριξη, χωρίς λύσεις για τις ανάγκες μας, η μετακινούμενη κτηνοτροφία δεν έχει μέλλον”, λέει αποφασιστικά. Οι κτηνοτρόφοι ζητούν πρακτική στήριξη: δρόμους πρόσβασης, φορολογικά κίνητρα, και κυρίως σεβασμό στην πραγματική δουλειά που κάνουν.

Χαρακτηρίζοντας την μετακινούμενη κτηνοτροφία πανάρχαιη και απολύτως ελληνική, μας εξηγεί ότι δεν πρόκειται για μια πρακτική που ξεκίνησε χθες, αλλά συνοδεύει την ύπαιθρο της Ελλάδας από τότε που υπάρχουν κοπάδια και βουνά. Το σύστημα βασίζεται στην εποχική μετακίνηση κοπαδιών, και δεν πρόκειται απλώς για μια τεχνική επιβίωσης, αλλά για έναν ρυθμό ζωής, που συγχρονίζεται με τις εποχές και τη φύση.

Η μετακινούμενη κτηνοτροφία είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι μπορείς να ζεις με τη φύση, όχι εναντίον της.

Loading

Play